Tough: Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι δύσκολο ή απαιτητικό. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε κάποιον που είναι ανθεκτικός ή σκληρός.
Boycott: Αναφέρεται σε μια οργανωμένη αποχή από την αγορά ή τη χρήση προϊόντων ή υπηρεσιών μιας επιχείρησης ή χώρας, συνήθως ως τρόπο διαμαρτυρίας.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά:
- Η λέξη "tough" χρησιμοποιείται συχνά στο προφορικό και γραπτό λόγο.
- Η λέξη "boycott" χρησιμοποιείται κυρίως σε κοινωνικά ή πολιτικά πλαίσια, κυρίως σε γραπτό λόγο.
Παραδείγματικές προτάσεις
"They faced a tough boycott from the community."
"Αντιμετώπισαν ένα σκληρό μποϊκοτάζ από την κοινότητα."
"The athletes endured a tough boycott during the tournament."
"Οι αθλητές υπέμειναν ένα σκληρό μποϊκοτάζ κατά τη διάρκεια του τουρνουά."
Ιδιωματικές εκφράσεις
"Stand tough during the boycott."
"Μείνε σκληρός κατά τη διάρκεια του μποϊκοτάζ."
"A tough stance on the boycott was necessary."
"Μια σκληρή στάση στο μποϊκοτάζ ήταν απαραίτητη."
"They rallied tough support for the boycott."
"Διοργάνωσαν σθεναρή υποστήριξη για το μποϊκοτάζ."
"Going tough on boycotts can create change."
"Η αυστηρή στάση στα μποϊκοτάζ μπορεί να φέρει αλλαγές."
"He took a tough approach to the boycott."
"Υιοθέτησε μια σκληρή προσέγγιση στο μποϊκοτάζ."
Ετυμολογία της λέξης
Tough: Προέρχεται από την παλαιότερη αγγλική λέξη "tough," που πιθανώς σχετίζεται με την παλαιά γερμανική λέξη "tuf," που σημαίνει σκληρός.
Boycott: Ονομάστηκε από τον Charles Boycott, έναν Άγγλο γαιοκτήμονα στην Ιρλανδία τη δεκαετία του 1880, του οποίου οι δραστηριότητες προκάλεσαν οργανωμένη αποχή από τις υπηρεσίες του.