toughness είναι ουσιαστικό.
/tʌf.nəs/
Η λέξη "toughness" αναφέρεται στην ικανότητα ενός ατόμου ή ενός αντικειμένου να αντέχει σε δύσκολες συνθήκες ή να είναι ανθεκτικό στη φθορά. Χρησιμοποιείται στην αγγλική γλώσσα για να περιγράψει τη σκληρότητα ή την αντοχή, είτε ψυχικά είτε σωματικά. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με πιο συχνή χρήση σε γραπτά κείμενα και τεχνικές περιγραφές, αλλά και σε προφορικό λόγο.
Η σκληρότητά του μπροστά στην αντιξοότητα είναι αξιέπαινη.
The toughness of this material makes it ideal for construction.
Η ανθεκτικότητα αυτού του υλικού το καθιστά ιδανικό για κατασκευές.
You need toughness to survive in the competitive job market.
Η λέξη "toughness" δεν χρησιμοποιείται πολύ συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρεθεί σε φράσεις που εκφράζουν σκληρότητα ή αντοχή.
Έδειξε απίστευτη σκληρότητα υπό πίεση κατά τις τελικές δοκιμασίες.
"Mental toughness"
Η ψυχική αντοχή είναι απαραίτητη για τους αθλητές για να αποδώσουν στο καλύτερο τους.
"Steel-like toughness"
Έχει μια σκληρότητα σαν ατσάλι που της επιτρέπει να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις κατά μέτωπο.
"Toughness of spirit"
Η πνευματική του σκληρότητα εμπνέει όλους γύρω του.
"Toughness and resilience"
Η λέξη "toughness" προέρχεται από το επίθετο "tough", που σημαίνει σκληρός ή ανθεκτικός, σε συνδυασμό με την κατάληξη "-ness" που σχηματίζει ουσιαστικά που αναφέρονται στην ποιότητα ή κατάσταση.