towering contempt: Είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/tɑʊərɪŋ kənˈtɛmpt/
Η φράση "towering contempt" αναφέρεται σε μια ιδιαίτερα έντονη μορφή κατωτερότητας ή περιφρόνησης που εκφράζεται με έντονο ή επιδεικτικό τρόπο. Χρησιμοποιείται συνήθως για να εκφράσει την ακραία αποδοκιμασία ή την έλλειψη σεβασμού προς κάποιον ή κάτι. Αυτή η φράση χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό λόγο και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Κοίταξε την παρωχημένη τεχνολογία με υπέρμετρη περιφρόνηση.
Her towering contempt for his attitude was evident.
Η επιδεικτική καταφρόνια της για τη στάση του ήταν προφανής.
The critics expressed towering contempt for the film's shallow plot.
Η φράση "towering contempt" μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει ιδιωματικές εκφράσεις που δείχνουν έντονες συναισθηματικές καταστάσεις:
Η υπέρμετρη περιφρόνησή του για την αδικία ήταν εμπνευσμένη.
They acted with towering contempt towards the corrupt officials.
Έδρασαν με επιδεικτική καταφρόνια προς τους διεφθαρμένους αξιωματούχους.
The review showcased a towering contempt for poor craftsmanship.
Η κριτική ανέδειξε υπέρμετρη περιφρόνηση προς την κακή κατασκευή.
Her towering contempt for bullies encourages others to stand up.
Η επιδεικτική καταφρόνια της για τους νταήδες ενθαρρύνει άλλους να αντισταθούν.
The professor spoke with towering contempt of the outdated theories.
Η λέξη "towering" προέρχεται από τον αγγλικό όρο "tower", που σημαίνει "πύργος", και συνδέεται με την εικόνα μιας ψυχολογικής ή συναισθηματικής "ύψωσης". Η λέξη "contempt" προέρχεται από τον λατινικό όρο "contemptus", που σημαίνει "περιφρόνηση".
Συνώνυμα: - disdain - scorn - derision
Αντώνυμα: - respect - admiration - esteem