Ο όρος "toxic delirium" είναι ουσιαστικό.
/tɒksɪk dɪˈlɪəriəm/
Το "toxic delirium" αναφέρεται σε μια κατάσταση ψυχικής σύγχυσης ή παραληρήματος που προκαλείται από την έκθεση σε τοξικές ουσίες, όπως φάρμακα ή χημικά. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά ή επιστημονικά κείμενα για να περιγράψει μια συγκεκριμένη κατάσταση υγείας. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε ιατρικά περιβάλλοντα και έγγραφα, αλλά λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με τοξικό παραλήρημα μετά από υπερβολική δόση φαρμάκου.
Exposure to certain chemicals can lead to symptoms of toxic delirium.
Η έκθεση σε ορισμένα χημικά μπορεί να οδηγήσει σε συμπτώματα τοξικού παραληρήματος.
Toxic delirium can occur in individuals who consume large amounts of alcohol.
Ενώ ο όρος "toxic delirium" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενος σε ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να εξεταστεί σε σχέση με άλλες σχετικές έννοιες:
Η πτώση σε τοξικό παραλήρημα από την κατανάλωση ουσιών είναι σοβαρή.
The long-term effects of toxic delirium can be devastating.
Οι μακροχρόνιες συνέπειες του τοξικού παραληρήματος μπορεί να είναι καταστροφικές.
People suffering from toxic delirium often need immediate medical attention.
Η λέξη "toxic" προέρχεται από την ελληνική λέξη "τοξικόν" (toxikon) που σημαίνει "δηλητήριο". Η λέξη "delirium" προέρχεται από τη λατινική λέξη "delirium", που αναφέρεται σε μια κατάσταση ψυχωτικής ή παραληρηματικής συμπεριφοράς.
Συνώνυμα: - Delirium - Confusion - Psychosis (σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - Clarity - Lucidity - Composure