Η λέξη "traceable" αναφέρεται σε κάτι που μπορεί να παρακολουθηθεί ή να αναγνωριστεί, συνήθως μέσω ενός συστήματος καταγραφής ή ιχνηλάτησης. Χρησιμοποιείται συχνά σε τομείς όπως η εφοδιαστική, η υγειονομική περίθαλψη και η ασφάλεια για να δηλώσει την ικανότητα να εντοπίσουμε την προέλευση ή την πορεία ενός προϊόντος ή μιας πληροφορίας. Η χρήση της είναι συχνή σε γραπτό κείμενο, ειδικά σε επαγγελματικά και τεχνικά κείμενα.
The shipment is traceable from the factory to the delivery point.
Η αποστολή είναι ιχνηλάσιμη από το εργοστάσιο έως το σημείο παράδοσης.
All records must be traceable to ensure accountability.
Όλα τα αρχεία πρέπει να είναι αναγνωρίσιμα για να διασφαλιστεί η υπευθυνότητα.
The use of traceable materials is essential in this industry.
Η χρήση ιχνηλάσιμων υλικών είναι ουσιαστική σε αυτή τη βιομηχανία.
Η λέξη "traceable" δεν εμφανίζεται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα που σχετίζονται με παρακολούθηση ή ιχνηλασία.
Every purchase should be traceable for quality assurance.
Κάθε αγορά θα πρέπει να είναι ιχνηλάσιμη για τη διασφάλιση ποιότητας.
With a traceable system, we can determine where the errors occurred.
Με ένα ιχνηλάσιμο σύστημα, μπορούμε να προσδιορίσουμε πού συνέβησαν τα σφάλματα.
The adoption of traceable processes can greatly enhance transparency.
Η υιοθέτηση ιχνηλάσιμων διαδικασιών μπορεί να ενισχύσει σημαντικά τη διαφάνεια.
Η λέξη "traceable" προέρχεται από το ρήμα "trace", που σημαίνει "ιχνηλατώ", συνδυασμένο με το επίθημα "-able," που δηλώνει ικανότητα ή δυνατότητα. Έτσι, η σημασία της υποδηλώνει "ικανός να ιχνηλατηθεί."
Συνώνυμα: - Detectable (ανιχνεύσιμος) - Trackable (ιχνηλάσιμος) - Recognizable (αναγνωρίσιμος)
Αντώνυμα: - Untraceable (μη ιχνηλάσιμος) - Hidden (κρυμμένος) - Anonymous (ανώνυμος)