Η φράση "tractive resistance" είναι ουσιαστικό.
/ˈtræk.tɪv rɪˈzɪs.təns/
Η "tractive resistance" αναφέρεται στην αντίσταση που αισθάνεται ένα αντικείμενο κατά τη διάρκεια της κίνησης, ειδικά σε περιπτώσεις όπου απαιτείται έλξη ή ώθηση. Συνήθως χρησιμοποιείται σε φυσικές επιστήμες, μηχανική και μέσα μεταφοράς. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη σε γραπτό λόγο, κυρίως σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικούς διάλογους όταν συζητούνται θέματα μηχανικής ή μεταφορών.
Η τριβή του τρένου επηρεάζει την ταχύτητα και την αποδοτικότητά του.
Engineers must consider tractive resistance when designing vehicles.
Η φράση "tractive resistance" δεν είναι τόσο κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε περιγραφές σχετικά με την απόδοση και την κινητικότητα.
Η υψηλή τριβή μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη αποδοτικότητα καυσίμου.
In our tests, we measured the impact of tractive resistance on the overall performance.
Στις δοκιμές μας, μετρήσαμε την επίδραση της τριβής στην συνολική απόδοση.
To improve traction, reducing tractive resistance is essential.
Η λέξη "tractive" προέρχεται από το λατινικό "tractus" που σημαίνει "τσώθφη" ή "να σύρει", και "resistance" προέρχεται από το λατινικό "resistentia", που σημαίνει "αντίσταση", από τον ῥήμα "resistere", που σημαίνει "να στέκεται απέναντι".
Συνώνυμα: - Dragging force - Traction resistance - Frictional force
Αντώνυμα: - Traction - Pull - Drive