"Trade standard" είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/treɪd ˈstændərd/
"Trade standard" αναφέρεται στους καθορισμένους κανόνες, κανονισμούς ή προδιαγραφές που διέπουν τις εμπορικές πρακτικές σε μια συγκεκριμένη βιομηχανία ή αγορά. Χρησιμοποιείται συχνά για να διασφαλίσει ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες πληρούν συγκεκριμένα επίπεδα ποιότητας και ασφάλειας. Αυτή η φράση χρησιμοποιείται ευρέως στους τομείς του εμπορίου, του μάρκετινγκ, της επιχείρησης και της νομικής γλώσσας, και μπορεί να εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Η εταιρία τηρεί τα εμπορικά πρότυπα για να διασφαλίσει την ασφάλεια των προϊόντων.
Meeting trade standards is crucial for international business.
Η συμμόρφωση με τα εμπορικά πρότυπα είναι κρίσιμη για τις διεθνείς επιχειρήσεις.
Many organizations work to establish trade standards in their industry.
Η φράση "trade standard" μπορεί να μην είναι μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά σχετίζεται με ορισμένες κοινές εκφράσεις στον τομέα του εμπορίου:
Ανάπτυξη των εμπορικών προτύπων.
Abide by trade standards.
Σέβομαι τα εμπορικά πρότυπα.
Trade standards in question.
Τα εμπορικά πρότυπα υπό αμφισβήτηση.
In line with trade standards.
Σύμφωνα με τα εμπορικά πρότυπα.
Failure to meet trade standards can lead to penalties.
Η αποτυχία συμμόρφωσης με τα εμπορικά πρότυπα μπορεί να οδηγήσει σε ποινές.
Trade standards are the benchmark for quality in the industry.
Η λέξη "trade" προέρχεται από την αρχαία γερμανική λέξη "trade", που σημαίνει "εργασία ή επαγγελματική δραστηριότητα", και "standard" προέρχεται από τη λατινική λέξη "standardum", που σημαίνει "σημαία" ή "σημείο αναφοράς".
Συνώνυμα: - εμπορικό πρότυπο - πρότυπος κανονισμός - βιομηχανικό πρότυπο
Αντώνυμα: - μη κανονισμένος - εκτός προδιαγραφών - άναρχος
Ελπίζω αυτές οι πληροφορίες να σας φανούν χρήσιμες!