Tradeoff είναι ουσιαστικό.
/ˈtreɪdˌɔf/
Η λέξη "tradeoff" αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου μια επιλογή απαιτεί την υποχώρηση ή τη θυσία άλλης επιλογής. Χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά, διαχείριση έργων, και επιστήμες για να περιγράψει την ανάγκη για εξισορρόπηση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων μιας απόφασης. Η χρήση της είναι συχνή σε γραπτά και προφορικά κείμενα.
The tradeoff between cost and quality is often a difficult decision for consumers.
(Η ανταλλαγή μεταξύ κόστους και ποιότητας είναι συχνά μια δύσκολη απόφαση για τους καταναλωτές.)
In project management, there is always a tradeoff between scope, time, and resources.
(Στη διαχείριση έργων, υπάρχει πάντα μια εξισορρόπηση μεταξύ εύρους, χρόνου και πόρων.)
She understood the tradeoff involved in accepting a low-paying job for valuable experience.
(Κατανόησε τη συμβιβαστική κατάσταση που συνεπάγεται η αποδοχή μιας δουλειάς με χαμηλή αμοιβή για πολύτιμη εμπειρία.)
Η λέξη "tradeoff" δεν εμφανίζεται συχνά σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε πολλές επαγγελματικές και ακαδημαϊκές προτάσεις. Παρακάτω παρατίθενται μερικά παραδείγματα χρήσης της στη γλώσσα:
There's always a tradeoff between growth and sustainability.
(Υπάρχει πάντα μια ανταλλαγή μεταξύ ανάπτυξης και βιωσιμότητας.)
Finding the right tradeoff in technology can lead to better efficiency.
(Η εύρεση της σωστής εξισορρόπησης στην τεχνολογία μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη αποδοτικότητα.)
In the design phase, a tradeoff is often necessary between features and usability.
(Στη φάση σχεδίασης, μια ανταλλαγή είναι συχνά αναγκαία μεταξύ χαρακτηριστικών και χρηστικότητας.)
Engineers often face tradeoffs between performance and cost when developing new products.
(Οι μηχανικοί συχνά αντιμετωπίζουν ανταλλαγές μεταξύ απόδοσης και κόστους κατά την ανάπτυξη νέων προϊόντων.)
Η λέξη "tradeoff" προέρχεται από τον συνδυασμό των αγγλικών λέξεων "trade" (ανταλλαγή) και "off" (μακριά ή από). Έχει τις ρίζες της στη ζωή των εμπορικών και οικονομικών πρακτικών, όπου οι επιλογές συχνά απαιτούν θυσίες.
Συνώνυμα: - Compromise (συμβιβασμός) - Exchange (ανταλλαγή) - Balance (ισορροπία)
Αντώνυμα: - Profit (κέρδος) - Gain (κέρδος) - Advantage (πλεονέκτημα)