Η λέξη "traducer" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "traducer" είναι /trəˈdjuːsər/.
Η λέξη "traducer" αναφέρεται σε ένα άτομο ή μηχανή που μεταφράζει κείμενα ή ομιλίες από μία γλώσσα σε άλλη. Επιπλέον, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για κάποιον που κατηγορεί ή διαστρέφει την αλήθεια για κάποιον άλλον.
Ο μεταφραστής προσλήφθηκε για να μεταφράσει το έγγραφο σε πολλές γλώσσες.
As a traducer, she is known for her accuracy in translations.
Ως μεταφραστής, είναι γνωστή για την ακρίβεια της στις μεταφράσεις.
The traducer faced criticism for the way he distorted the original text.
Η λέξη "traducer" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο στην αγγλική γλώσσα υπάρχουν αρκετές σχετικές φράσεις:
Να μιλάς άσχημα για έναν κατήγορο: Αυτό σημαίνει να κ крítica.
A traducer hides behind words: This expression implies that someone uses language to deceive or manipulate.
Η λέξη "traducer" προέρχεται από τη λατινική λέξη "traducere", που σημαίνει "να διασχίσω", "να μεταφέρω", ή “να βλάψω”.
Συνώνυμα: - Translator - Interpreter
Αντώνυμα: - Supporter - Defender