Trailblazer είναι ουσιαστικό.
/freɪlˈbleɪ.zər/
Η λέξη "trailblazer" αναφέρεται σε ένα άτομο που είναι πρωτοπόρος ή καινοτόμος σε κάποιον τομέα, ανοίγοντας νέους δρόμους και καθορίζοντας νέα πρότυπα. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει άτομα που κάνουν σημαντικές εξελίξεις σε επιστήμες, τέχνες, επιχειρήσεις ή κοινωνικά ζητήματα. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να ακουστεί σε προφορικό λόγο. Οι προτάσεις που τη χρησιμοποιούν είναι πιο συχνές σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά κείμενα.
Ήταν μια πρωτοπόρος στον τομέα της περιβαλλοντικής επιστήμης, ανοίγοντας το δρόμο για τους μελλοντικούς ερευνητές.
The company's new strategy is a trailblazer in the tech industry.
Η νέα στρατηγική της εταιρείας είναι μια καινοτόμος προσέγγιση στη βιομηχανία της τεχνολογίας.
Many consider him to be a trailblazer for women in leadership roles.
Η λέξη "trailblazer" χρησιμοποιείται συχνά σε διαφορετικές ιδιωματικές εκφράσεις, υποδηλώνοντας την καινοτομία και την πρωτοπορία. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Ως πρωτοπόρος, έχει ανοίξει πολλές πόρτες για τη νεότερη γενιά.
His trailblazer attitude inspired others to think outside the box.
Η καινοτόμος στάση του ενέπνευσε άλλους να σκέφτονται διαφοροποιημένα.
Being a trailblazer comes with its challenges, but the rewards are immense.
Το να είσαι πρωτοπόρος έχει τις προκλήσεις του, αλλά οι ανταμοιβές είναι τεράστιες.
The trailblazer mentality can lead to groundbreaking discoveries.
Η νοοτροπία του πρωτοπόρου μπορεί να οδηγήσει σε επαναστατικές ανακαλύψεις.
They refer to her as a trailblazer in the world of fashion.
Τη χαρακτηρίζουν ως πρωτοπόρο στον κόσμο της μόδας.
His achievements make him a true trailblazer in the business community.
Η λέξη "trailblazer" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "trail" (μονοπάτι) και "blazer" (αυτός που ανάβει φωτιά ή διανοίγει δρόμους), και χρησιμοποιείται για να αναδείξει εκείνους που ανοίγουν νέους δρόμους ή καινοτομούν.
Συνώνυμα: - καινοτόμος - πρωτοπόρος - προπορευόμενος
Αντώνυμα: - συντηρητικός - παραδοσιακός - ακολουθητικός