Ο συνδυασμός λέξεων "train butcher" αποτελείται από:
- train: ουσιαστικό / ρήμα
- butcher: ουσιαστικό / ρήμα
Φωνητική μεταγραφή
train: /treɪn/
butcher: /ˈbʊtʃər/
Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό
train: τρένο, εκπαίδευση, εκπαιδεύω
butcher: κρεοπωλείο, σφαγέας, σφάζω
Σημασία της λέξης
train: Σημαίνει το μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση ανθρώπων ή αγαθών. Αναφέρεται επίσης στη διαδικασία εκπαίδευσης ατόμων ή ζώων.
butcher: Αναφέρεται σε έναν επαγγελματία που σκοτώνει και επεξεργάζεται κρέατα ή σε ένα κατάστημα που πωλεί κρέατα.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά
Ο συνδυασμός "train butcher" δεν είναι μια κοινά χρησιμοποιούμενη φράση στην αγγλική γλώσσα και θα μπορούσε να αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο επαγγελματία που εκπαιδεύει σφαγείς ή σε σφαγές εγκαταστάσεις που παρέχουν εκπαίδευση στους σφαγείς. Υπάρχει περιορισμένη συχνότητα χρήσης και είναι πιθανότερο να χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένα επαγγελματικά ή εκπαιδευτικά πλαίσια.
Παραδείγματα προτάσεων
The train butcher explained the entire process of meat processing to the trainees.
Ο εκπαιδευτής σφαγέων εξήγησε ολόκληρη τη διαδικασία επεξεργασίας κρέατος στους εκπαιδευομένους.
After becoming a train butcher, he was able to teach others the necessary skills.
Αφού έγινε εκπαιδευτής σφαγέων, μπόρεσε να διδάξει στους άλλους τις απαραίτητες δεξιότητες.
Being a train butcher requires both knowledge and a set of specific skills.
Να είσαι εκπαιδευτής σφαγέων απαιτεί τόσο γνώσεις όσο και ένα σύνολο συγκεκριμένων δεξιοτήτων.
Ιδιωματικές εκφράσεις
Ο συνδυασμός λέξεων "train butcher" δεν αποτελεί κοινά χρησιμοποιούμενο τμήμα ιδιωματικών εκφράσεων. Ωστόσο, η λέξη "butcher" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις.
"To butcher the job"
Σημαίνει να κάνεις κακή δουλειά ή να αποτύχεις σε μια εργασία.
Παράδειγμα: He butchered the job and ended up fixing more mistakes than he solved.
Έκανε κακή δουλειά και τελικά κατέληξε να διορθώνει περισσότερα λάθη από όσα έλυσε.
"Butcher’s bill"
Αναφέρεται στο κόστος ή στις απώλειες μιας επιχείρησης ή κατάστασης.
Παράδειγμα: After the financial crisis, the butcher's bill left many in debt.
Μετά την οικονομική κρίση, το κόστος άφησε πολλούς σε χρέος.
Ετυμολογία της λέξης
train: προέρχεται από το λατινικό "tractus", που σημαίνει "να τραβήξω".
butcher: προέρχεται από το γαλλικό "bouchier", που σημαίνει "κρεοπώλης".
Συνώνυμα και Αντώνυμα
train:
Συνώνυμα: educate, instruct
Αντώνυμα: ignore, neglect
butcher:
Συνώνυμα: slaughterer, meat dealer
Αντώνυμα: vegetarian (σε σύγκριση με το επάγγελμα)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τις βασικές πτυχές του συνδυασμού λέξεων "train butcher".