tramline: ουσιαστικό (noun)
/ˈtræm.laɪn/
Η λέξη "tramline" αναφέρεται στη σιδηροτροχιά ή την τροχιά πάνω στην οποία κινούνται τα τραμ. Χρησιμοποιείται κυρίως σε πλαίσια που σχετίζονται με τη δημόσια συγκοινωνία και τις υποδομές των μεταφορών. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο αυξημένη σε γραπτό πλαίσιο που σχετίζεται με τη μετα транспорт και τις αστικές υποδομές.
Η γραμμή τραμ διασχίζει το κέντρο της πόλης, διευκολύνοντας την πρόσβαση σε διάφορα αξιοθέατα.
Engineers are working on expanding the tramline to connect the outskirts with the main urban area.
Οι μηχανικοί εργάζονται για την επέκταση της σιδηροτροχιάς τραμ ώστε να συνδεθούν οι παρυφές με την κύρια αστική περιοχή.
The new tramline project is expected to reduce traffic congestion significantly.
Η λέξη "tramline" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα: 1. "She is on the right tramline to success with her new project." - «Είναι στη σωστή τροχιά για επιτυχία με το νέο της έργο.»
«Οι ιδέες του κινούνται στην τροχιά της καινοτομίας.»
"We need to stay on tramline and avoid distractions."
Η λέξη "tramline" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "tram" (τραμ) και "line" (γραμμή), που μαζί αναφέρονται στη γραμμή που ακολουθεί το τραμ.
Συνώνυμα: - σιδηροτροχιά - τροχιά
Αντώνυμα: - δρόμος - μονοπάτι (σε μεταφορικό επίπεδο αναφορικά με τη μεταφορά)