Transepithelial είναι επίθετο.
/trænˌsɛpɪˈθiːliəl/
Η λέξη "transepithelial" αναφέρεται σε διαδικασίες ή χαρακτηριστικά που συμβαίνουν διαμέσου ή ακριβώς πάνω από το επιθήλιο, το οποίο είναι ο ιστός που καλύπτει τις επιφάνειες του σώματος και των οργάνων. Συνήθως χρησιμοποιείται σε ιατρικά ή βιολογικά συμφραζόμενα, ιδιαίτερα σε μελέτες που αφορούν τη λειτουργία των ιστών και τη μεταφορά ουσιών μέσα από επιθηλιακούς ιστούς.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και ιατρικά κείμενα, και η συχνότητα χρήσης της είναι πιο έντονη στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Η διατρανέπιπλη μεταφορά ιόντων είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της ομοιόστασης.
Researchers are studying transepithelial permeability to understand drug absorption.
Οι ερευνητές μελετούν την διατρανέπιπλη διαπερατότητα για να κατανοήσουν την απορρόφηση φαρμάκων.
Transepithelial electrical resistance can indicate the integrity of epithelial layers.
Η λέξη "transepithelial" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που να την περιλαμβάνουν λόγω της επιστημονικής της φύσης. Ωστόσο, η έννοια της του transepithelial είναι συνδεδεμένη με ειδικά συμφραζόμενα.
Οι διατρανέπιπλες διαδικασίες ανταλλαγής είναι ζωτικές στη νεφρική φυσιολογία.
Understanding transepithelial ion transport mechanisms can lead to new drug formulations.
Η κατανόηση των μηχανισμών διατρανέπιπλης μεταφοράς ιόντων μπορεί να οδηγήσει σε νέες μορφές φαρμάκων.
The transepithelial barrier plays a crucial role in protecting underlying tissues.
Η λέξη "transepithelial" προέρχεται από τη σύνθεση του προθέματος "trans-" (που σημαίνει "διαμέσω") και της λέξης "epithelial" (που αναφέρεται στο επιθήλιο).
Συνώνυμα: - Transmural (διαμέσου τοιχώματος) - Epithelial
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα για τη λέξη "transepithelial" λόγω του επιστημονικού της χαρακτήρα. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθούν όροι που υποδηλώνουν απουσία διαπερατότητας, όπως "impermeable" (αδιαπέραστο).