Transferor είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /trænsˈfɜːrər/
Η λέξη "transferor" αναφέρεται στο πρόσωπο ή την οντότητα που μεταβιβάζει την ιδιοκτησία ή το δικαίωμα επί ενός περιουσιακού στοιχείου σε κάποιον άλλο (τον "transferee"). Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και οικονομικά συμφραζόμενα, όπως συμβάσεις, μεταβιβάσεις ακινήτων και χρηματοοικονομικά έγγραφα. Εμφανίζεται συχνά σε γραπτό κείμενο, όμως μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί προφορικά, ιδιαίτερα σε νομικές συζητήσεις.
Ο μεταβιβατής πρέπει να υπογράψει το συμβόλαιο πριν ολοκληρωθεί η μεταφορά.
In many cases, the obligations of the transferor are outlined in the agreement.
Η λέξη "transferor" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά συμφραζόμενα:
Τα δικαιώματα του μεταβιβαστή προστατεύονται από το νόμο.
As a transferor, you must disclose all relevant information to the transferee.
Ως μεταβιβαστής, πρέπει να αποκαλύψετε όλες τις σχετικές πληροφορίες στον μεταβιβαστή.
A legal representative can assist the transferor in drafting documents.
Η λέξη "transferor" προέρχεται από τη λατινική ρίζα "transferre", που σημαίνει "μεταφέρω". Είναι σύνθετη από το "trans-" (μέσω, πέρα) και "ferre" (φέρνω, μεταφέρω).
Συνώνυμα: - Assignor - Grantor
Αντώνυμα: - Transferee - Recipient
Αυτή η απάντηση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "transferor", καλύπτοντας τη σημασία της, τη χρήση της και τις συναφείς πληροφορίες.