Ο όρος "transient process" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈtrænziənt ˈprəʊsɛs/
Ο όρος "transient process" αναφέρεται σε μια διαδικασία που καταγράφεται μόνο για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα και δεν διαρκεί. Στη γλώσσα των φυσικών επιστημών, μηχανικών και μαθηματικών, μια παροδική διαδικασία συχνά περιλαμβάνει την αλλαγή ενός συστήματος από μία κατάσταση σε μια άλλη, όπως στην περίπτωση θερμοκρασίας ή πίεσης. Ο όρος χρησιμοποιείται ευρέως όχι μόνο σε γραπτό, αλλά και σε προφορικό λόγο, κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά πλαίσια.
The analysis of the transient process provides insights into the system's stability.
Η ανάλυση της παροδικής διαδικασίας παρέχει πληροφορίες για τη σταθερότητα του συστήματος.
During the transient process, the system may exhibit unpredictable behavior.
Κατά τη διάρκεια της παροδικής διαδικασίας, το σύστημα μπορεί να παρουσιάσει απρόβλεπτη συμπεριφορά.
Engineers must carefully monitor transient processes in complex systems.
Οι μηχανικοί πρέπει να παρακολουθούν προσεκτικά τις παροδικές διαδικασίες σε πολύπλοκα συστήματα.
Ο όρος "transient process" δεν χρησιμοποιείται κατ' ευθείαν σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε επιστημονικά και τεχνικά συμφραζόμενα.
Understanding the transient process is crucial for predicting system behavior.
Η κατανόηση της παροδικής διαδικασίας είναι κρίσιμη για την πρόβλεψη της συμπεριφοράς του συστήματος.
The transient process can significantly affect the overall performance.
Η παροδική διαδικασία μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη συνολική απόδοση.
Sometimes, a transient process may be mistaken for a permanent change.
Μερικές φορές, μια παροδική διαδικασία μπορεί να συγχέεται με μια μόνιμη αλλαγή.
Ο όρος "transient" προέρχεται από τη λατινική λέξη "transiens", που σημαίνει "περνάω", και "process" προέρχεται από τη λατινική λέξη "processus", που σημαίνει "προχώρηση" ή "διαδικασία".
Συνώνυμα: - Temporary process (προσωρινή διαδικασία) - Ephemeral process (εφήμερη διαδικασία)
Αντώνυμα: - Permanent process (μονίμως διαδικασία) - Steady state process (σταθερή διαδικασία)