Transivity είναι ένα ουσιαστικό.
/trænˈzɪvɪti/
Transivity αναφέρεται στην ικανότητα ενός ρήματος να έχει άμεσους αντικείμενους. Σε γλωσσολογικό επίπεδο, ένα ρήμα θεωρείται μεταβατικό (transitive) όταν απαιτεί ένα αντικείμενο για να ολοκληρώσει τη σημασία του. Αντίθετα, ένα ρήμα είναι αμετάβατο (intransitive) όταν δεν απαιτεί αντικείμενο.
Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε γραπτό και ακαδημαϊκό πλαίσιο, όπως σε γλώσσα που σχετίζεται με την γλωσσολογία.
The concept of transivity is essential in understanding verb behavior.
Η έννοια της μεταβατικότητας είναι ουσιαστική για την κατανόηση της συμπεριφοράς των ρημάτων.
In some languages, transivity can affect verb conjugation.
Σε κάποιες γλώσσες, η μεταβατικότητα μπορεί να επηρεάσει την κλίση των ρημάτων.
They discussed the implications of transivity in linguistic theory.
Συζήτησαν τις επιπτώσεις της μεταβατικότητας στη γλωσσολογική θεωρία.
Η λέξη transivity δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να ενσωματωθεί σε γλωσσολογικές συζητήσεις. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
The study of transivity reveals a lot about the language structure.
Η μελέτη της μεταβατικότητας αποκαλύπτει πολλά σχετικά με τη δομή της γλώσσας.
Many grammarians focus on the transivity of verbs when analyzing sentence structure.
Πολλοί γραμματιστές επικεντρώνονται στη μεταβατικότητα των ρημάτων όταν αναλύουν τη δομή προτάσεων.
Understanding the rules of transivity can help improve writing skills.
Η κατανόηση των κανόνων της μεταβατικότητας μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση των γραπτών δεξιοτήτων.
The transivity of a verb can change its meaning significantly.
Η μεταβατικότητα ενός ρήματος μπορεί να αλλάξει σημαντικά τη σημασία του.
Η λέξη transivity προέρχεται από τη λατινική λέξη transitive, που σημαίνει "που μεταφέρει".
Συνώνυμα: - Μεταβιβασιμότητα - Μεταβολή
Αντώνυμα: - Αμεταβατικότητα - Αδιάβατος