Η λέξη "transmitting" αναφέρεται στη διαδικασία μεταφοράς πληροφοριών, σημάτων ή δεδομένων από έναν τόπο σε έναν άλλο. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς της τηλεπικοινωνίας, της πληροφορικής και της ιατρικής. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, καθώς αναφέρεται σε τεχνολογικές διαδικασίες, και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο σε κατάλληλες περιστάσεις.
The radio station is transmitting a new program today.
(Ο ραδιοφωνικός σταθμός μεταδίδει ένα νέο πρόγραμμα σήμερα.)
She is responsible for transmitting the data to the central server.
(Αυτή είναι υπεύθυνη για την αποστολή των δεδομένων στον κεντρικό διακομιστή.)
We are transmitting live from the conference.
(Μεταδίδουμε ζωντανά από το συνέδριο.)
Η λέξη "transmitting" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιαίτερες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο σχετίζεται με σχετικούς τομείς όπως η επικοινωνία και η τεχνολογία. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που περιέχουν τη λέξη:
The challenge is in transmitting complex ideas clearly.
(Η πρόκληση είναι στο να μεταδώσουμε σύνθετες ιδέες με σαφήνεια.)
Transmitting feelings through words can be difficult at times.
(Η μετάδοση συναισθημάτων μέσω λέξεων μπορεί να είναι δύσκολη μερικές φορές.)
It's important to focus on transmitting accurate information.
(Είναι σημαντικό να εστιάζουμε στη μετάδοση ακριβών πληροφοριών.)
Η λέξη "transmitting" προέρχεται από τη λατινική λέξη "transmittere", με το "trans-" που σημαίνει "μέσα από" και "mittere" που σημαίνει "στέλνω".
Συνώνυμα: - conveying - sending - broadcasting
Αντώνυμα: - receiving - keeping - holding back