Transplant είναι ρήμα και ουσιαστικό.
/ˈtræn.plænt/
Η λέξη "transplant" αναφέρεται στη διαδικασία μεταφοράς και εμφύτευσης ενός οργάνου, ιστού ή κύτταρου από ένα μέρος του σώματος σε ένα άλλο ή από έναν οργανισμό σε έναν άλλο. Χρησιμοποιείται επίσης γενικά για να περιγράψει τη μεταφορά φυτών ή δέντρων από μία θέση σε άλλη.
Η λέξη "transplant" χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της ιατρικής, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε συζητήσεις σχετικά με τη γεωργία και την κηπουρική. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη σε γραπτά συμφραζόμενα, αν και είναι επίσης κοινή στον προφορικό λόγο.
The doctor decided to perform a kidney transplant on the patient.
(Ο γιατρός αποφάσισε να κάνει μια μεταμόσχευση νεφρού στον ασθενή.)
After several months of recovery, she was ready for her heart transplant.
(Μετά από αρκετούς μήνες ανάρρωσης, ήταν έτοιμη για τη μεταμόσχευση καρδιάς της.)
Transplanting a tree requires careful planning and execution.
(Η μεταφύτευση ενός δέντρου απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό και εκτέλεση.)
Η λέξη "transplant" δεν είναι συνήθως μέρος κλασικών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά υπάρχουν φράσεις που σχετίζονται με τη διαδικασία ή την έννοια της μεταφύτευσης.
"Transplant a new idea into the community."
(Μεταφυτεύστε μια νέα ιδέα στην κοινότητα.)
"Her experience helped to transplant knowledge across various fields."
(Η εμπειρία της βοήθησε να μεταφυτευτούν γνώσεις σε διάφορους τομείς.)
"We can transplant these policies into our local governance."
(Μπορούμε να μεταφυτέψουμε αυτές τις πολιτικές στη τοπική μας διοίκηση.)
Η λέξη "transplant" προέρχεται από το λατινικό "transplantare", το οποίο συνδυάζει τη λέξη "trans" (διαμέσου) και "plantare" (να φυτέψω).
Αυτή η ανάλυση της λέξης "transplant" περιλαμβάνει τις περισσότερες πτυχές που ζητήθηκαν.