Όρος: ουσιαστικό
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /ˈtrɛtʃərəsnəs/
Η λέξη treacherousness αναφέρεται στην ιδιότητα ή κατάσταση του να είναι κάποιος προδότης ή δόλιος. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο ή μια κατάσταση που δεν είναι αξιόπιστη, πιθανόν να προκαλέσει βλάβη ή να αποδείξει ότι είναι επικίνδυνη ή κακόβουλη.
Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό και λογοτεχνικό πλαίσιο, καθώς περιγράψει έννοιες που απαιτούν έναν πιο εξεζητημένο λόγο. Η συχνότητα χρήσης της δεν είναι ιδιαίτερα υψηλή στον καθημερινό προφορικό λόγο.
The treacherousness of the journey surprised the expedition team.
(Η προδοτική φύση του ταξιδιού εξέπληξε την ομάδα της αποστολής.)
His treacherousness led to the downfall of many trusted allies.
(Η προδοσία του οδήγησε στην πτώση πολλών έμπιστων συμμάχων.)
The treacherousness of the landscape made navigation difficult.
(Η δόλια φύση του τοπίου έκανε τη ναυσιπλοΐα δύσκολη.)
Η λέξη treacherousness δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με κάποιες έννοιες που μερικές φορές εκφράζονται με άλλες φράσεις στον προφορικό λόγο. Ωστόσο, μπορεί να αναφερθεί σε περιπτώσεις προδοσίας ή ανυπακοής. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
You can never trust a treacherous heart.
(Ποτέ δεν μπορείς να εμπιστευτείς μια προδοτική καρδιά.)
The treacherous waters claimed many unsuspecting sailors.
(Τα προδοτικά νερά απαιτούσαν πολλές ανυποψίαστες ναυτικές.)
Beware of the treacherous smile; it hides many secrets.
(Πρόσεξε το δόλιο χαμόγελο; Κρύβει πολλά μυστικά.)
Treacherous alliances can lead to unexpected betrayals.
(Οι προδοτικές συμμαχίες μπορούν να οδηγήσουν σε αναπάντεχες προδοσίες.)
Η λέξη treacherousness προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη trecherous, που σημαίνει "προδοτικός", και τη λατινική ρίζα tradere, που σημαίνει "παραδίδω ή προδίδω".
Συνώνυμα: - betrayal - disloyalty - deception
Αντώνυμα: - loyalty - fidelity - trustworthiness