Ο όρος "treasury certificates" είναι ουσιαστικό.
/ˈtrɛʒ.ər.i ˈsɜr.tɪ.fɪkəts/
Τα "treasury certificates" αναφέρονται σε χρηματοοικονομικά προϊόντα που εκδίδονται από την κυβέρνηση, συνήθως για την άντληση κεφαλαίων. Αυτά τα πιστοποιητικά συνήθως έχουν καθορισμένη λήξη και προσφέρουν κάποια μορφή απόδοσης.
Τα "treasury certificates" χρησιμοποιούνται συχνά σε οικονομικά και χρηματοπιστωτικά πλαίσια. Είναι κοινά στο γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε οικονομικές αναλύσεις, αναφορές και δημοσιεύσεις.
Η χρήση του όρου είναι συχνή στο γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε προφορικές συζητήσεις σχετικές με οικονομικά θέματα.
"Η κυβέρνηση εξέδωσε νέα πιστοποιητικά θησαυροφυλακίου για να αντλήσει κεφάλαια."
"Investors are keen on treasury certificates because they are considered low risk."
"Οι επενδυτές ενδιαφέρονται για τα πιστοποιητικά θησαυροφυλακίου γιατί θεωρούνται χαμηλού κινδύνου."
"Treasury certificates can be a safer alternative to stocks."
Η έκφραση "treasury certificates" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε συγκεκριμένες ιδιωματικές φράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλους χρηματοοικονομικούς όρους για να αποδώσει ιδέες ή καταστάσεις.
"Τα πιστοποιητικά θησαυροφυλακίου είναι ένα ασφαλές καταφύγιο για συντηρητικούς επενδυτές."
"Due to market volatility, many are flocking to treasury certificates."
Ο όρος "treasury" προέρχεται από τη λατινική λέξη "thesaurus", που σημαίνει θησαυρός ή αποθήκη. Η λέξη "certificate" προέρχεται από τη λατινική "certificatus," που σημαίνει "βεβαιωμένος".
Συνώνυμα: - Government bonds (κρατικά ομόλογα) - Notes (σημειώματα)
Αντώνυμα: - Risky investments (επενδύσεις υψηλού κινδύνου) - Stocks (μετοχές)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τα "treasury certificates" και τη χρήση τους στην αγγλική γλώσσα.