Το "treated sewage" είναι φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/tɹiːtəd ˈsuːɪdʒ/
Η φράση "treated sewage" αναφέρεται σε λύματα που έχουν υποβληθεί σε επεξεργασία για την απομάκρυνση επικίνδυνων ουσιών και παθογόνων μικροοργανισμών, καθιστώντας τα ασφαλή για απορρίψη ή επαναχρησιμοποίηση σε διάφορες εφαρμογές. Χρησιμοποιείται συχνά σε συζητήσεις σχετικά με την περιβαλλοντική επιστήμη, τη διαχείριση υδάτων και τις δημόσιες υποδομές. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, όπως στην τεχνική και επιστημονική βιβλιογραφία, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε προφορικό λόγο σε επαγγελματικές συνομιλίες.
Η πόλη επένδυσε σε μια νέα εγκατάσταση για την επεξεργασία των επεξεργασμένων λυμάτων για γεωργική χρήση.
People are becoming more aware of the benefits of using treated sewage in landscaping.
Οι άνθρωποι γίνονται πιο συνειδητοί για τα οφέλη της χρήσης επεξεργασμένων λυμάτων στο τοπίο.
Treated sewage can significantly reduce water waste in urban areas.
Η φράση "treated sewage" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με διάφορες έννοιες στην περιβαλλοντική συζήτηση:
"Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι τα επεξεργασμένα λύματα είναι ασφαλή πριν τα χρησιμοποιήσουμε για άρδευση."
"The reintroduction of treated sewage into the water cycle is crucial for sustainability."
"Η επανεισαγωγή των επεξεργασμένων λυμάτων στον υδρολογικό κύκλο είναι κρίσιμη για τη βιωσιμότητα."
"Communities are more accepting of treated sewage recycling programs now."
Ο όρος "sewage" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "esouage," που σημαίνει "αποστράγγιση," και το "treated" είναι το συνηθισμένο παρεμπόδιο του ρήματος "treat," που προέρχεται από την παλαιά αγγλική "tretian," που σημαίνει "να ασχολούμαι με."
Συνώνυμα: - επεξεργασμένα λύματα - καθαρισμένα λύματα - ανακυκλωμένα λύματα
Αντώνυμα: - ακατέργαστα λύματα - μη επεξεργασμένα λύματα - επικίνδυνα λύματα