Το "tree planting" αποτελεί φράση που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
/triː ˈplæntɪŋ/
Το "tree planting" αναφέρεται στη διαδικασία της φύτευσης δέντρων σε συγκεκριμένες θέσεις με σκοπό την ανάπτυξή τους. Χρησιμοποιείται τόσο σε περιβαλλοντικές δράσεις όσο και σε αστικές ή γεωργικές εφαρμογές. Η φύτευση δέντρων είναι σημαντική για τη βιοποικιλότητα, την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα. Είναι μια συνήθης φράση σε περιβαλλοντικές εκστρατείες και προγράμματα. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό κείμενο και διαλόγους σχετικά με την οικολογία και την προστασία του περιβάλλοντος.
Η κοινότητα διοργάνωσε μια εκδήλωση φύτευσης δέντρων για να γιορτάσει την Ημέρα της Γης.
Tree planting is essential for restoring the natural ecosystem.
Το "tree planting" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την προστασία του περιβάλλοντος. Μερικές από αυτές είναι οι εξής:
Η πρωτοβουλία φύτευσης δέντρων σκοπεύει να καταπολεμήσει την κλιματική αλλαγή.
"Participating in tree planting offers a sense of community."
Η συμμετοχή σε φύτευση δέντρων προσφέρει αίσθηση κοινότητας.
"The school organized a tree planting day for students."
Το σχολείο διοργάνωσε μια μέρα φύτευσης δέντρων για τους μαθητές.
"He volunteered for a tree planting project in the local park."
Εθελοντής για ένα έργο φύτευσης δέντρων στο τοπικό πάρκο.
"Tree planting helps improve air quality and provide shade."
Η φύτευση δέντρων βοηθά στη βελτίωση της ποιότητας του αέρα και παρέχει σκιά.
"The government supports tree planting campaigns to protect the environment."
Ο όρος "tree planting" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου "tree" σημαίνει "δέντρο" και "planting" είναι το παρελθόν μορφή του ρήματος "plant", που σημαίνει "φυτεύω". Η έννοια αναπτύχθηκε με την αυξανόμενη ευαισθητοποίηση για τη σημασία των δέντρων στο οικοσύστημα και την ανάγκη για περιβαλλοντική βιωσιμότητα.