trembling - ουσιαστικό και επίθετο.
/tˈrɛmblɪŋ/
Η λέξη trembling αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου κάτι κινείται ή δονείται ελαφρά, συνήθως λόγω φόβου, κρύου ή συναισθηματικής έντασης. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη σωματική αντίδραση σε έντονα συναισθήματα ή φυσικούς παράγοντες. Η χρήση της είναι συχνή και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρείται πιο συχνά σε λογοτεχνικά ή περιγραφικά κείμενα.
Αυτή τρέμει από φόβο κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.
His hands were trembling as he held the microphone.
Τα χέρια του τρέμουν καθώς κρατά το μικρόφωνο.
They heard a trembling voice on the other end of the line.
Η λέξη trembling μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες idiomatic expressions, αν και δεν είναι η πιο κοινή λέξη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.
Αυτός τρέμει από φόβο όταν είδε το φίδι.
Trembling with excitement.
Αυτή τρέμει από ενθουσιασμό πριν ανοίξει τα δώρα των γενεθλίων της.
Trembling at the thought.
Αυτός τρέμει στην ιδέα να δώσει ομιλία μπροστά στο πλήθος.
Heart trembling.
Η λέξη tremble προέρχεται από τη μεσαιωνική Αγγλική λέξη "tremblen" που σημαίνει "να τρέμω", και έχει ρίζες στη λατινική λέξη "tremulus" που σημαίνει "τρέμω".
Συνώνυμα: - shaking - quivering - shivering
Αντώνυμα: - steady - calm - stable
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης trembling. Αν έχετε περαιτέρω ερωτήσεις ή θέλετε περισσότερες πληροφορίες, μη διστάσετε να ρωτήσετε!