Όνομα
/ˈtrɛm.əˌlaɪt/
Η τρεμολίτης είναι ένας ορυκτός σιλικονικός ορυκτός που ανήκει στην ομάδα του ασβεστίου, και η χημική του σύνθεση περιέχει πυρίτιο, ασβέστιο και μαγνήσιο. Χρησιμοποιείται κυρίως ως βιομηχανικό ορυκτό και μπορεί να βρίσκεται σε ημιπολύτιμα φυσικά πέτρια. Στη βιομηχανία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οικοδομικά υλικά και άλλες εφαρμογές. Αν και είναι λιγότερο γνωστός από άλλους ορυκτούς τύπους, έχει σημασία σε γεωλογικές μελέτες για την καταγραφή της διάρθρωσης των πετρωμάτων.
Η λέξη "tremolite" χρησιμοποιείται είτε σε γεωλογικά κείμενα είτε σε επιστημονικές αναφορές. Δεν είναι κοινή στον προφορικό λόγο αλλά εμφανίζεται συχνά σε επιστημονικά ή τεχνικά έγγραφα.
Η συχνότητα χρήσης είναι χαμηλή, λόγω της εξειδίκευσης του όρου σε συγκεκριμένα πεδία. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
"Ο τρεμολίτης που βρέθηκε στην περιοχή είναι γνωστός για τις μοναδικές του ιδιότητες."
"Scientists are studying the tremolite mineral to understand its formation."
"Οι επιστήμονες μελετούν το ορυκτό τρεμολίτη για να κατανοήσουν τη μορφοποίησή του."
"Tremolite can sometimes be confused with other silicate minerals."
Ο τρεμολίτης δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι πολύ εξειδικευμένος όρος. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλους γεωλογικούς ή μεταλλουργικούς όρους σε τεχνικά κείμενα.
"Η περιεκτικότητα σε τρεμολίτη στο βράχο υποδηλώνει ηφαιστειακή δραστηριότητα."
"Identifying tremolite in geological surveys is crucial for mineral analysis."
Η λέξη "tremolite" προέρχεται από το ιταλικό "tremolite" που με τη σειρά του έχει ρίζες στο λατινικό "tremulus", που σημαίνει "τρεμουλιαστός" ή "κινούμενος", αναφερόμενη στην ασταθή φύση του ορυκτού.
Συνώνυμα: - Actinolite (ακτινολίτης)
Αντώνυμα: - Δεν έχει άμεσους αντώνυμους, καθώς είναι εξειδικευμένος γεωλογικός όρος.