Ο όρος "tremor of tongue" αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου η γλώσσα εμφανίζει ακούσια τρέμουλο ή κινήσεις. Αυτό το φαινόμενο μπορεί να είναι αποτέλεσμα νευρολογικών παθήσεων, άγχους, ή ακόμη και αντίκτυπος φαρμάκων. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή ψυχολογικά συμφραζόμενα και θεωρείται σπάνιας εμφάνισης, ενώ μπορεί να παρατηρηθεί σε ορισμένα άτομα σε περιόδους έντονης καταπόνησης.
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή ακαδημαϊκά κείμενα και συγκριτικά λιγότερο σε προφορικό λόγο.
Ο γιατρός παρατήρησε ένα τρέμουλο γλώσσας κατά τη διάρκεια της εξέτασης.
Anxiety can sometimes cause a tremor of tongue in patients.
Η φράση "tremor of tongue" δεν είναι πολύ κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις θα υποστηρίζει, αλλά σε αλληλένδετες έννοιες με το τρέμουλο μπορούμε να εξετάσουμε άλλες εκφράσεις: - "tongue tied" - Δυσκολεύομαι να μιλήσω. - I felt tongue tied when asked to speak in front of the class. - Ένιωσα δυσκολία στο να μιλήσω όταν ρωτήθηκα να μιλήσω μπροστά στην τάξη.
Η λέξη "tremor" προέρχεται από το λατινικό "tremor", που σημαίνει "τρόμος" ή "κίνηση", ενώ "tongue" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "γλῶσσα" (glōssa) και από την Παλαιά Αγγλική "tunge".