Trench plough: Ουσιαστικό (noun)
trench plough: /trɛnʧ plaʊ/
Ο trench plough είναι ένα γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία αυλακώσεων ή χαντρών στο έδαφος, κυρίως για τη σπορά καλλιεργειών ή για την εγκατάσταση σωλήνων. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της γεωργίας και είναι κρίσιμο για την προετοιμασία του εδάφους.
Συχνότητα Χρήσης: Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα που αναφέρονται σε γεωργία ή γεωργικά μηχανήματα, αν και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο σε ειδικές συζητήσεις.
The farmer used the trench plough to prepare the field for planting potatoes.
Ο αγρότης χρησιμοποίησε τον κουβά ανασκαφής για να προετοιμάσει τον αγρό για τη σπορά πατατών.
Using a trench plough makes it easier to install irrigation systems.
Η χρήση ενός κουβά ανασκαφής διευκολύνει την εγκατάσταση συστημάτων άρδευσης.
Ο όρος trench plough δεν είναι ιδιαίτερα κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε αναφορές στη γεωργία ή τις διαδικασίες καλλιέργειας. Ακολουθούν μερικές προτάσεις σχετικά με τη χρήση του:
"After using a trench plough, the soil was ready for planting."
"Μετά τη χρήση του κουβά ανασκαφής, το έδαφος ήταν έτοιμο για σπορά."
"The trench plough is essential for effective drainage in wet fields."
"Ο κουβάς ανασκαφής είναι απαραίτητος για αποτελεσματική αποστράγγιση σε βρεγμένα χωράφια."
"Farmers often debate the advantages of using a trench plough versus traditional tilling methods."
"Οι αγρότες συχνά συζητούν τα πλεονεκτήματα της χρήσης ενός κουβά ανασκαφής σε σχέση με τις παραδοσιακές μεθόδους καλλιέργειας."
Ο όρος προέρχεται από τη λέξη trench, που σημαίνει «χάραξη ή αυλάκωση», και plough, που σημαίνει «άροτρο» ή «εργαλείο αμπέλου». Η σύνθεση των δύο λέξεων υποδηλώνει τη λειτουργία του εργαλείου στη γεωργία.
Συνώνυμα: - Tiller - Furrow plow
Αντώνυμα: - Leveler (ισοπεδωτής) - Harrow (χύτρα)
Αυτή η δομή παρέχει μια ολοκληρωμένη ανάλυση για τον όρο trench plough, καλύπτοντας όλα τα ζητούμενα στοιχεία.