trench-bomb: ουσιαστικό (noun)
/trɛntʃ bɒm/
Η λέξη trench-bomb αναφέρεται σε έναν τύπο βόμβας που σχεδιάζεται ειδικά για χρήση σε χαρακώματα ή άλλα προστατευτικά οχυρωματικά συστήματα. Αυτές οι βόμβες μπορεί να προκαλέσουν συντριπτική ζημιά σε στρατιωτικές θέσεις και σε εχθρικούς στρατιώτες που έχουν καταφύγει σε χαρακώματα. Η χρήση τους παρατηρείται κυρίως σε στρατιωτικά πλαίσια.
Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά περιορισμένη, καθώς αφορά συγκεκριμένες στρατιωτικές καταστάσεις και περιστατικά, και είναι πιο πιθανό να εμφανιστεί σε γραπτό πλαίσιο παρά στην προφορική γλώσσα.
The soldiers took cover in their trench while the trench-bomb exploded nearby.
(Οι στρατιώτες πήραν κάλυψη στο χαρακώμα τους ενώ η βόμβα χαρακώματος εξερράγη κοντά.)
They were discussing the effectiveness of the trench-bomb in modern warfare.
(Συζητούσαν την αποτελεσματικότητα της βόμβας χαρακώματος στη σύγχρονη πολεμική τέχνη.)
Η λέξη "trench-bomb" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς η συγκεκριμένη της χρήση είναι πολύ συγκεκριμένη στο στρατιωτικό λεξιλόγιο. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις που αναφέρονται σε στρατηγικές πολέμου:
"The tactic of using a trench-bomb can turn the tide of battle."
(Η τακτική της χρήσης μιας βόμβας χαρακώματος μπορεί να ανατρέψει την πορεία της μάχης.)
"Soldiers are trained to respond quickly to a trench-bomb threat."
(Οι στρατιώτες εκπαιδεύονται να αντιδρούν γρήγορα σε απειλές βόμβας χαρακώματος.)
Η λέξη "trench" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "trenche", που σημαίνει "χαράκωμα", και χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μακρύ και ρηχό τρύπα στο έδαφος. Η λέξη "bomb" έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη "bombus", που σημαίνει "σφύριγμα" ή "βόη". Συνδυάζοντας αυτές τις δύο λέξεις, δημιουργείται η έννοια μιας βόμβας σχεδιασμένης για χρήση σε χαρακώματα.
Συνώνυμα: - explosive device (εκρηκτική συσκευή) - artillery shell (πυρομαχικό)
Αντώνυμα: - peacekeeping (διατήρηση της ειρήνης) - diplomacy (διπλωματία)