trench-digger - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

trench-digger (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

trench-digger: ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/trɛnʧ ˈdɪɡər/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ο όρος trench-digger αναφέρεται σε ένα άτομο ή μια μηχανή που είναι υπεύθυνη για τη σκαφή τάφρων, οι οποίες μπορεί να χρησιμοποιούνται για διάφορους σκοπούς, όπως κατασκευές, αποχέτευση ή στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Στη γλώσσα των Αγγλικά, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα χρήσης που μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το πλαίσιο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The trench-digger worked tirelessly to prepare the site for the new building.
    (Ο σκαφέας τάφρων εργάστηκε ακούραστα για να προετοιμάσει τον χώρο για το νέο κτίριο.)

  2. During the war, the soldiers relied on the trench-digger to create safe positions.
    (Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι στρατιώτες βασίζονταν στον σκαφέα τάφρων για να δημιουργήσουν ασφαλείς θέσεις.)

  3. The city hired a trench-digger to install new drainage systems.
    (Η πόλη προσέλαβε έναν σκαφέα τάφρων για να εγκαταστήσει νέα συστήματα αποχέτευσης.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη trench-digger ενδέχεται να μην χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια των τάφρων μπορεί να εμφανίζεται σε κάποιες.

  1. In the trenches: This idiom refers to being in a difficult or challenging situation.
  2. We are all in the trenches when it comes to meeting our deadlines.
    (Είμαστε όλοι στην τάφρο όσον αφορά την εκπλήρωση των προθεσμιών μας.)

  3. Trench warfare: This term originated from World War I to describe a type of land warfare where opposing troops fight from trenches.

  4. The film depicts the harsh realities of trench warfare during the Great War.
    (Η ταινία απεικονίζει τις σκληρές πραγματικότητες του πολέμου τάφρων κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη trench προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "trenche," που σημαίνει «κοπή» ή «σκαφή». Ο όρος digger προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "dig," που σημαίνει «σκάβω».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: excavator, shovel operator, earth mover
Αντώνυμα: filler, packer (αναφερόμενα σε άτομα ή μηχανές που γεμίζουν ή συμπιέζουν χώματα ή υλικά)



25-07-2024