trench-digger: ουσιαστικό
/trɛnʧ ˈdɪɡər/
Ο όρος trench-digger αναφέρεται σε ένα άτομο ή μια μηχανή που είναι υπεύθυνη για τη σκαφή τάφρων, οι οποίες μπορεί να χρησιμοποιούνται για διάφορους σκοπούς, όπως κατασκευές, αποχέτευση ή στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Στη γλώσσα των Αγγλικά, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα χρήσης που μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το πλαίσιο.
The trench-digger worked tirelessly to prepare the site for the new building.
(Ο σκαφέας τάφρων εργάστηκε ακούραστα για να προετοιμάσει τον χώρο για το νέο κτίριο.)
During the war, the soldiers relied on the trench-digger to create safe positions.
(Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι στρατιώτες βασίζονταν στον σκαφέα τάφρων για να δημιουργήσουν ασφαλείς θέσεις.)
The city hired a trench-digger to install new drainage systems.
(Η πόλη προσέλαβε έναν σκαφέα τάφρων για να εγκαταστήσει νέα συστήματα αποχέτευσης.)
Η λέξη trench-digger ενδέχεται να μην χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια των τάφρων μπορεί να εμφανίζεται σε κάποιες.
We are all in the trenches when it comes to meeting our deadlines.
(Είμαστε όλοι στην τάφρο όσον αφορά την εκπλήρωση των προθεσμιών μας.)
Trench warfare: This term originated from World War I to describe a type of land warfare where opposing troops fight from trenches.
Η λέξη trench προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "trenche," που σημαίνει «κοπή» ή «σκαφή». Ο όρος digger προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "dig," που σημαίνει «σκάβω».
Συνώνυμα: excavator, shovel operator, earth mover
Αντώνυμα: filler, packer (αναφερόμενα σε άτομα ή μηχανές που γεμίζουν ή συμπιέζουν χώματα ή υλικά)