Το "trespass on" είναι ένα ρήμα.
/ˈtrɛspəs ɒn/
Η φράση "trespass on" αναφέρεται στην πράξη της αθέμιτης εισβολής σε μια ιδιωτική περιουσία ή σε έναν τομέα που δεν είναι νόμιμα ή ηθικά επιτρεπτός. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να αναφέρεται σε κατάχρηση ή αδικαιολόγητη επέμβαση σε κάτι που ανήκει ή αφορά άλλους.
Η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά κείμενα και σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την ιδιοκτησία ή την ηθική. Συνήθως, χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
He was charged for trespassing on private property.
Αυτός κατηγορήθηκε για παραβίαση ιδιωτικής περιουσίας.
You should not trespass on someone else's feelings.
Δεν θα πρέπει να παραβιάζεις τα συναισθήματα κάποιου άλλου.
The signs clearly indicate that no one is allowed to trespass on this land.
Οι πινακίδες καθορίζουν σαφώς ότι κανείς δεν επιτρέπεται να εισβάλει σε αυτή τη γη.
Η φράση "trespass on" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις για να περιγράψει παράνομες ή ηθικά αμφισβητούμενες ενέργειες. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Don't trespass on my kindness.
Μην παραβιάζεις την καλοσύνη μου.
It's considered trespassing on personal space.
Θεωρείται παραβίαση του προσωπικού χώρου.
He tends to trespass on my patience.
Συνήθως παραβιάζει την υπομονή μου.
They shouldn't trespass on our rights.
Δεν πρέπει να παραβιάζουν τα δικαιώματά μας.
I felt he was trespassing on my privacy.
Ένιωσα ότι παραβίαζε την ιδιωτικότητά μου.
Don't trespass on the boundaries I've set.
Μην παραβιάζεις τα όρια που έχω θέσει.
Η λέξη "trespass" έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη "trans-", που σημαίνει "μέσα από" και "passare", που σημαίνει "περνάω". Ο συνδυασμός τους δηλώνει την έννοια της αθέμιτης διέλευσης.
Συνώνυμα: - Intrude - Encroach - Violate
Αντώνυμα: - Respect - Honor - Observe