Trial - ουσιαστικό
/ˈtraɪəl/
Ο όρος trial αναφέρεται σε μια διαδικασία ή γεγονός όπου κάτι δοκιμάζεται ή εξετάζεται. Στον νομικό τομέα, αναφέρεται σε μια δημόσια διαδικασία, όπου διακυβεύονται νομικά ζητήματα. Στη γενική χρήση, χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα πείραμα ή μια διαδικασία δοκιμής για να καθοριστεί η αξία ή η απόδοση κάτι.
Η δίκη για τον κατηγορούμενο θα ξεκινήσει την επόμενη εβδομάδα.
We are conducting a trial to test the new medication.
Διεξάγουμε μια δοκιμή για να δοκιμάσουμε το νέο φάρμακο.
The trial results showed significant improvements in the patients.
Ο όρος trial χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Αυτή η μέθοδος απαιτεί συχνά πολλή δοκιμή και λάθος.
Trial by fire: He had to go through a trial by fire when he started his new job.
Έπρεπε να περάσει από μια δοκιμασία φωτιάς όταν άρχισε τη νέα του δουλειά.
On trial: The new software is currently on trial in three different companies.
Το νέο λογισμικό είναι επί του παρόντος σε δοκιμή σε τρεις διαφορετικές εταιρείες.
Trial run: We did a trial run of the new program before the official launch.
Κάναμε μια δοκιμή της νέας προγράμματος πριν από την επίσημη κυκλοφορία.
Trial balloon: The company released a trial balloon to test public reaction to the new product.
Η λέξη trial προέρχεται από τη μεσαιωνική λατινική λέξη "trialis", που σημαίνει "δημόσια εξέταση" και σχετίζεται με το ρήμα "to try", που σημαίνει "προσπαθώ" ή "δοκιμάζω".