Η φράση "trial list" αποτελείται από δύο λέξεις: - "trial": ουσιαστικό - "list": ουσιαστικό
Η φράση "trial list" φωνητικά αποδίδεται ως: /ˈtraɪəl lɪst/
Η φράση "trial list" μπορεί να αναφέρεται σε μία λίστα στοιχείων που προγραμματίζονται για δοκιμή, ή σε μία λίστα υποθέσεων που πρόκειται να εξεταστούν σε δίκη. Χρησιμοποιείται συνήθως σε νομικά και επιστημονικά πλαίσια.
Συχνότητα Χρήσης: Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτά κείμενα, όπως σε νομικά έγγραφα ή επιστημονικές δημοσιεύσεις, παρά στον προφορικό λόγο.
The lawyer provided a trial list for the upcoming cases.
Ο δικηγόρος παρείχε μια λίστα δοκιμών για τις προσεχείς υποθέσεις.
The research team is preparing a trial list of potential candidates.
Η ερευνητική ομάδα ετοιμάζει μια λίστα δοκιμών πιθανών υποψηφίων.
Before the meeting, please review the trial list carefully.
Πριν από τη συνεδρία, παρακαλώ ελέγξτε προσεκτικά τη λίστα δοκιμών.
Η φράση "trial list" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες φράσεις σε νομικά και επιστημονικά συμφραζόμενα.
"It's important to have a clear trial list to avoid confusion in court."
"Είναι σημαντικό να έχουμε μια σαφή λίστα δοκιμών για να αποφευχθεί η σύγχυση στο δικαστήριο."
"The trial list will determine which cases are prioritized this month."
"Η λίστα δοκιμών θα καθορίσει ποιες υποθέσεις θα έχουν προτεραιότητα αυτόν τον μήνα."
"Make sure to update the trial list regularly to include new studies."
"Βεβαιωθείτε ότι θα ενημερώνετε τη λίστα δοκιμών τακτικά για να συμπεριλαμβάνονται νέες μελέτες."
Η λέξη "trial" προέρχεται από το μεσαία Αγγλικά "trialle", που σημαίνει "δοκιμή". Η λέξη "list" προέρχεται από την παλαιά Γαλλική λέξη "liste", που σημαίνει "λίστα" ή "παραθύρισμα".
Συνώνυμα: - trial: examination, test - list: catalog, register
Αντώνυμα: - trial: certainty, resolution - list: disorganization, chaos
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της φράσης "trial list", καθώς και παραδείγματα χρήσης και ετυμολογία.