Triaryl είναι ένα επίθετο.
/traɪˈɛr.ɪl/
Η λέξη "triaryl" αναφέρεται σε χημικές ενώσεις που περιέχουν τρία αρωματικά (ή αρωματικά) δακτυλίδια. Χρησιμοποιείται συνήθως στη χημεία οργανικών ενώσεων και ειδικότερα στις οργανικές πολυμερείς ενώσεις. Στη σύγχρονη επιστημονική γλώσσα, η χρήση αυτής της λέξης είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, όπως επιστημονικές εργασίες και μελέτες.
Η έρευνα επικεντρώθηκε στη σύνθεση τρι-αρυλικών ενώσεων για οργανικά ηλεκτρονικά.
In the study, a new triaryl structure was proposed to enhance the conductivity of the material.
Η λέξη "triaryl" δεν είναι συχνά μέρος των ιδιωματικών εκφράσεων στην καθημερινή αγγλική γλώσσα, καθώς είναι τεχνικός όρος που συναντάται κυρίως σε επιστημονικά κείμενα.
Η λέξη "triaryl" προέρχεται από το πρόθεμα "tri-" που σημαίνει "τρία" και τη λέξη "aryl", η οποία προέρχεται από τη λέξη "aromatic". Η σύνθετη προέλευση της εννοίας σχετίζεται άμεσα με τη δομή των αρωματικών ενώσεων.
Συνώνυμα: - Trisubstituted aromatic - Triaryl compound
Αντώνυμα: - Uniaromatic - Monosubstituted
Η "triaryl" είναι πιο εξειδικευμένη και τεχνική λέξη, γεγονός που περιορίζει την ανταλλαγή συνωνύμων και αντωνύμων στο συγκεκριμένο επιστημονικό πλαίσιο.