tricky: επίθετο
question: ουσιαστικό
/trɪki ˈkwɛsʧən/
Η φράση "tricky question" αναφέρεται σε μια ερώτηση που είναι δύσκολη ή περίπλοκη να απαντηθεί, συχνά γιατί μπορεί να περιλαμβάνει παγίδες ή να απαιτεί προσεκτική σκέψη. Χρησιμοποιείται συχνά σε συζητήσεις, συνεντεύξεις ή εξετάσεις. Σε γενικές γραμμές, η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερο σε τομείς που απαιτούν κριτική σκέψη.
"That was a tricky question to answer during the interview."
"Αυτή ήταν μια δύσκολη ερώτηση να απαντήσω κατά τη διάρκεια της συνέντευξης."
"Teachers often ask tricky questions to see who is truly paying attention."
"Οι δάσκαλοι συχνά θέτουν δύσκολες ερωτήσεις για να δουν ποιος πραγματικά παρακολουθεί."
"When he asked her about her plans, it felt like a tricky question."
"Όταν της ρώτησε για τα σχέδιά της, φάνηκε σαν μια δύσκολη ερώτηση."
Η φράση "tricky question" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:
"I faced a tricky question during the exam that stumped most students."
"Αντιμετώπισα μια δύσκολη ερώτηση κατά τη διάρκεια της εξέτασης που δυσκόλεψε τους περισσότερους μαθητές."
"In debates, tricky questions can reveal hidden biases."
"Στις συζητήσεις, οι δύσκολες ερωτήσεις μπορούν να αποκαλύψουν κρυφές προκαταλήψεις."
"It’s often the tricky questions that lead to the most interesting discussions."
"Συχνά είναι οι δύσκολες ερωτήσεις που οδηγούν στις πιο ενδιαφέρουσες συζητήσεις."
"He always tries to avoid tricky questions in interviews."
"Πάντα προσπαθεί να αποφεύγει τις δύσκολες ερωτήσεις σε συνεντεύξεις."
"Answering tricky questions requires careful thought and consideration."
"Η απάντηση σε δύσκολες ερωτήσεις απαιτεί προσεκτική σκέψη και εξέταση."
Η λέξη "tricky" προέρχεται από την αγγλική λέξη "trick," που σημαίνει παγίδα ή τρικ, και καταλήγει στο επίθημα "-y," που προσθέτει την έννοια του "γεμάτου με" ή "της φύσης του." Η λέξη "question" προέρχεται από τη λατινική "quaestio," που σημαίνει "αναζήτηση" ή "εξέταση."
Συνώνυμα: complicated question, difficult question, challenging question
Αντώνυμα: simple question, straightforward question, easy question