Το "tried" είναι το παρελθόν (past tense) και το συμμετοχικό (past participle) του ρήματος "try". Το "soldier" είναι ένα ουσιαστικό.
/traɪd ˈsoʊldʒər/
Η φράση "tried soldier" δεν χρησιμοποιείται συχνά ως ενιαία φράση, αλλά μπορεί να ερμηνευθεί ως "στρατιώτης που προσπάθησε".
Η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε γραπτό και προφορικό λόγο, αλλά είναι πιο συνηθισμένη σε αφηγήσεις ή ιστόριες που περιγράφουν καταστάσεις πολέμου ή στρατιωτικής εμπειρίας.
He was a tried soldier in the battlefield.
Αυτός ήταν ένας δοκιμασμένος στρατιώτης στο πεδίο της μάχης.
The tried soldier shared his experiences with the new recruits.
Ο δοκιμασμένος στρατιώτης μοιράστηκε τις εμπειρίες του με τους νέους στρατεύσιμους.
A tried soldier knows how to handle tough situations.
Ένας δοκιμασμένος στρατιώτης ξέρει πώς να χειριστεί δύσκολες καταστάσεις.
Η φράση "tried soldier" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο, υπάρχουν κάποιες παρόμοιες εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "soldier":
To be a soldier in the trenches.
Να είσαι στρατιώτης στις προφυλακές.
(Σημαίνει να είσαι σε μία δύσκολη και επικίνδυνη κατάσταση).
Every soldier has a story to tell.
Κάθε στρατιώτης έχει μία ιστορία να αφηγηθεί.
(Υποδηλώνει ότι όλοι έχουν εμπειρίες και μαθήματα από τη ζωή τους).
A soldier's duty is never done.
Το καθήκον ενός στρατιώτη ποτέ δεν τελειώνει.
(Αναφέρεται στην ιδέα ότι οι στρατιώτες έχουν διαρκείς ευθύνες).
Αντώνυμα του "tried": failed, neglected.
Συνώνυμα του "soldier": warrior, fighter, trooper.