Το "tripartite treaty" είναι ουσιαστικό.
/trɪˈpɑːr.taɪt ˈtruːti/
Μια τριμερής συνθήκη είναι μια νομική συμφωνία που υπογράφεται από τρία μέρη. Συνήθως χρησιμοποιείται στη διπλωματία και το διεθνές δίκαιο, αναφερόμενη σε συμφωνίες που εμπλέκουν τρία κράτη ή οργανισμούς. Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι μέτρια, με περισσότερο προγραμματισμένο, γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται και σε προφορικό λόγο.
Οι χώρες υπέγραψαν μία τριμερή συνθήκη για την ενίσχυση των εμπορικών σχέσεων.
A tripartite treaty was established to address environmental issues.
Μία τριμερής συνθήκη καθορίστηκε για να αντιμετωπίσει περιβαλλοντικά ζητήματα.
Negotiations for the tripartite treaty took several months to conclude.
Δεν είναι κοινό να συναντήσουμε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τον όρο "tripartite treaty". Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες συμφραζόμενες προτάσεις σχετικά με τη συνεργασία και τη διπλωματία. Ακολουθούν κάποιες παραδείγματα:
Η επιτυχία της τριμερούς συνθήκης αντικατοπτρίζει τη δέσμευση των εμπλεκόμενων εθνών.
Observers believe that the tripartite treaty will set a precedent for future agreements.
Οι παρατηρητές πιστεύουν ότι η τριμερής συνθήκη θα θέσει ένα προηγούμενο για μελλοντικές συμφωνίες.
Along with the tripartite treaty, the countries released a joint statement.
Η λέξη "tripartite" προέρχεται από το λατινικό "tripartitus", που σημαίνει "τριών μερών", συνδυασμένο με τη λέξη "treaty", η οποία προέρχεται από τη μεσαιωνική γαλλική "traictié" και τη λατινική "tractatus", που αναφέρεται σε συμφωνία ή σύμβαση.
Συνώνυμα: - Τριμερής συμφωνία - Τριπλή σύμβαση
Αντώνυμα: - Μονομερής συμφωνία - Διμερής συνθήκη