Ρήμα (verb)
/traɪˈsɛktɪŋ/
Η λέξη "trisecting" αναφέρεται στη διαδικασία του να διαιρούμε κάτι σε τρία ίσα ή ισοδύναμα μέρη. Αυτή η γεωμετρική έννοια χρησιμοποιείται συχνά στη μαθηματική ορολογία, αλλά μπορεί επίσης να εφαρμόζεται σε άλλους τομείς όπου είναι απαραίτητο να χωρίζονται αντικείμενα ή έννοιες σε τρία μέρη.
Η λέξη "trisecting" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη στην καθημερινή αγγλική γλώσσα. Συχνά εμφανίζεται σε μαθηματικά κείμενα ή σε περιβάλλοντα επιστημονικού και τεχνικού χαρακτήρα. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
The mathematician is trisecting the angle to find its equal parts.
Ο μαθηματικός τριχοτομεί τη γωνία για να βρει τα ίσα μέρη της.
In the geometry class, we practiced trisecting various shapes.
Στην τάξη γεωμετρίας, ασκηθήκαμε στη τριχοτομία διάφορων σχημάτων.
Trisecting the segment was essential for constructing the triangle accurately.
Η τριχοτομία του τμήματος ήταν απαραίτητη για την ακριβή κατασκευή του τριγώνου.
Η λέξη "trisecting" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιγραφές ή αναφορές που σχετίζονται με τη μέθοδο αύξησης ή μείωσης ενός δομικού ή μαθηματικού στοιχείου.
Παραδείγματα:
1. Her approach to trisecting the problem made it much easier to understand.
Η προσέγγισή της στη τριχοτομία του προβλήματος το έκανε πολύ πιο κατανοητό.
Η λέξη "trisecting" προέρχεται από το επίθημα "tri-" που σημαίνει "τρία" και το ρήμα "sect" που σημαίνει "κόβω" ή "χωρίζω". Από το λατινικό "sectio" που σημαίνει "κοπή", γεννιέται η έννοια της διαίρεσης.
Συνώνυμα: - Divide into three - Partition into three - Split into thirds
Αντώνυμα: - Unite - Combine - Merge