Επίθετο (Adjective)
/trɪsˈpɔːrəs/
Η λέξη "trisporous" αναφέρεται σε έναν οργανισμό ή μια δομή που έχει τρεις πόρους ή τρεις ανοιχτές οπές. Χρησιμοποιείται σχετικά με τη βιολογία και τη γεωλογία. Στη γλώσσα αγγλικά, η χρήση της είναι πιο κεντρική σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα, πιο σπάνια στον προφορικό λόγο, και δεν είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στην καθημερινή ζωή.
The trisporous structure of the fungus allows for efficient nutrient absorption.
(Η τρισπόρος δομή του μύκητα επιτρέπει την αποδοτική απορρόφηση θρεπτικών συστατικών.)
Scientists discovered a trisporous system in the coral reef ecosystem.
(Οι επιστήμονες ανακάλυψαν ένα τρισπόρο σύστημα στο οικοσύστημα του κοραλλιού.)
The skin of the animal is described as trisporous, which helps in respiration.
(Το δέρμα του ζώου περιγράφεται ως τρισπόρο, κάτι που βοηθά στην αναπνοή.)
Η λέξη "trisporous" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί σε επιστημονικό πλαίσιο. Ωστόσο, μπορούμε να εξετάσουμε παραδείγματα που χρησιμοποιούν τη λέξη με σκοπό την εξήγηση.
The concept of a trisporous environment promotes diverse biological interactions.
(Η έννοια ενός τρισπόρου περιβάλλοντος προάγει ποικιλόμορφες βιολογικές αλληλεπιδράσεις.)
In microbiology, understanding trisporous forms can lead to advancements in biotechnology.
(Στη μικροβιολογία, η κατανόηση των τρισπόρων μορφών μπορεί να οδηγήσει σε προόδους στη βιοτεχνολογία.)
The architecture of trisporous organisms presents unique challenges for researchers.
(Η αρχιτεκτονική των τρισπόρων οργανισμών παρουσιάζει μοναδικές προκλήσεις για τους ερευνητές.)
Η λέξη "trisporous" προέρχεται από το πρόθεμα "tri-" που σημαίνει τρία και τη λέξη "sporous", που σχετίζεται με πόρους. Αυτή η σύνθεση υποδηλώνει την παρουσία τριών πόρων στον οργανισμό ή τη δομή.
Συνώνυμα: - τριστατευμένος (trilobed) - τριχοειδής (trichoid)
Αντώνυμα: - μονοπόρος (monosporous) - δισπόρος (bisporous)