Το "trochlear nerve" είναι ουσιαστικό (noun) που αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο νεύρο του ανθρώπινου σώματος.
/troʊkˈlɪər nɜrv/
Το τροχλιάριο νεύρο είναι ένα από τα δώδεκα κρανιακά νεύρα και είναι υπεύθυνο για τη κινητικότητα του άνω εξωτερικού οφθαλμικού μυός, που βοηθά στην περιστροφή του ματιού προς τα κάτω και προς τα μέσα. Χρησιμοποιείται κυρίως στον ιατρικό και ανατομικό τομέα. Η συχνότητα χρήσης του είναι πιο έντονη σε γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε αναφορές ιατρικής και ανατομίας.
Το τροχλιάριο νεύρο ελέγχει τον ανώτερο εξωτερικό μυ του ματιού.
Damage to the trochlear nerve can lead to double vision.
Η συγκεκριμένη ιατρική ορολογία δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συσχετιστεί με μερικούς ιατρικούς όρους:
Η παράλυση του τροχλιάριου νεύρου μπορεί να επηρεάσει σοβαρά την όραση.
"Symptoms of trochlear nerve injury include tilt in the head."
Συμπτώματα βλάβης του τροχλιάριου νεύρου περιλαμβάνουν κλίση στο κεφάλι.
"An assessment of the trochlear nerve is crucial during an eye examination."
Η λέξη "trochlear" προέρχεται από το λατινικό "trochlea," που σημαίνει "τροχαλία" ή "τροχό," που αναφέρεται στη σχεδίαση και τη λειτουργία του νεύρου που ελέγχει την περιστροφή του ματιού.
Συνώνυμα: - Supratrochlear nerve (σχετικό νεύρο)
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για ιατρικούς όρους όπως το "trochlear nerve", καθώς περιγράφει μια συγκεκριμένη ανατομική δομή.