Ουσιαστικό
/troʊˈpoʊn.ɪn/
Η τροπονίνη είναι μια πρωτεΐνη που βρίσκει κανείς στους μυς, και είναι σημαντική για τη διαδικασία της συστολής των μυών. Υπάρχουν τρεις τύποι τροπονίνης: τροπονίνη C, τροπονίνη I και τροπονίνη T. Η παρουσία της τροπονίνης στο αίμα είναι ένας δείκτης για βλάβη στον καρδιακό μύ, συχνά χρησιμοποιούμενη σε ιατρικές προσεγγίσεις για τη διάγνωση εμφράγματος του μυοκαρδίου.
The doctor ordered a troponin test to check for heart damage.
Ο γιατρός ζήτησε μια εξέταση τροπονίνης για να ελέγξει αν υπάρχει βλάβη στην καρδιά.
Elevated troponin levels can indicate a heart attack.
Αυξημένα επίπεδα τροπονίνης μπορεί να υποδηλώνουν ένα έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Troponin is crucial for diagnosing cardiac conditions.
Η τροπονίνη είναι κρίσιμη για τη διάγνωση καρδιολογικών καταστάσεων.
Στην ιατρική ορολογία, η τροπονίνη δεν χρησιμοποιείται τυπικά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμπλέκεται σε πρόσθετους ιατρικούς όρους. Ωστόσο, εδώ είναι ορισμένοι σχετικοί όροι:
Troponin as a marker for myocardial infarction.
Η τροπονίνη ως δείκτης για έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Troponin levels assist in risk stratification in cardiac patients.
Τα επίπεδα τροπονίνης βοηθούν στον καταμερισμό κινδύνου σε καρδιοπαθείς.
Monitoring troponin is essential in acute coronary syndrome.
Η παρακολούθηση της τροπονίνης είναι απαραίτητη σε οξύ στεφανιαίο σύνδρομο.
Η λέξη "τροπονίνη" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "τροπο-" που προέρχεται από την ελληνική λέξη "τρέπω" (να γυρίσω) και "-νίνη" που χρησιμοποιείται για πρωτεΐνες. Ανακαλύφθηκε το 1960 ως μέρος των ερευνών για τη μυϊκή σύσπαση.