Ρήμα
/trʌdʒ/
Η λέξη "trudge" σημαίνει να προχωρώ ή να αναγκάζομαι να περπατήσω με βαρύ βήμα, συνήθως λόγω κούρασης ή δυσκολίας. Χρησιμοποιείται συχνά όταν κάποιος περπατά σε δύσκολες συνθήκες ή φορώντας βαριά φορτία. Είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό λόγο και έχει μια αρκετά έντονη αίσθηση κούρασης ή δυσκολίας.
I had to trudge through the snow to get to the car.
Πρέπει να προχωρήσω κουρασμένος μέσα από το χιόνι για να φτάσω στο αυτοκίνητο.
After a long day at work, I always trudge home feeling exhausted.
Μετά από μια μακρά μέρα στη δουλειά, πάντα γυρίζω σπίτι κουρασμένος.
The hikers had to trudge up the steep hill, struggling with their heavy backpacks.
Οι πεζοπόροι έπρεπε να προχωρήσουν κουρασμένα πάνω από την απότομη πλαγιά, παλεύοντας με τα βαριά σακίδια τους.
Η λέξη "trudge" εμφανίζεται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που καταδεικνύουν σωματική ή ψυχική κόπωση.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δυσκολία της κίνησης σε δύσκολες συνθήκες.
Trudge along the path.
Προχωρώ κουρασμένα κατά μήκος του μονοπατιού.
Υποδηλώνει ότι κάποιος περπατά με δυσκολία.
Don’t trudge into work.
Μη μπαίνεις στη δουλειά κουρασμένος.
Σημαίνει να μην ξεκινάς τη δουλειά σου με αρνητική διάθεση ή έλλειψη ενέργειας.
Trudge through life.
Προχωρώ κουρασμένα μέσα από τη ζωή.
Υποδηλώνει ότι κάποιος περνάει τη ζωή του με δυσκολίες ή χωρίς ενθουσιασμό.
He trudged home after a hard day.
Εκείνος γύρισε σπίτι κουρασμένος μετά από μια σκληρή μέρα.
Η λέξη "trudge" προέρχεται από το μεσαίο αγγλικό "truggen" ή "troggen", που σημαίνει "να πατάs με δύναμη", και έχει ρίζες σε παλαιότερες γερμανικές λέξεις που σχετίζονται με την κίνηση.
Συνώνυμα: - Plod - Weary - Stagger
Αντώνυμα: - Glide - Sprint - Skip