Επίθετο
/trʌmpt ʌp/
Η λέξη "trumped-up" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει κατασκευαστεί ή παραποιηθεί, συχνά με στόχο να παραπλανήσει ή να δημιουργήσει μια ψευδή εντύπωση. Συνήθως αναφέρεται σε κατηγορίες ή ισχυρισμούς που δεν βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα.
Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να βρείτε και σε προφορικές συζητήσεις.
He was charged with trumped-up accusations that had no basis in fact.
(Κατηγορήθηκε με ψευδείς κατηγορίες που δεν είχαν καμία βάση στην πραγματικότητα.)
The investigation revealed that the evidence was trumped-up to support a false narrative.
(Η έρευνα αποκάλυψε ότι τα στοιχεία ήταν κατασκευασμένα για να υποστηρίξουν μια ψευδή αφήγηση.)
Η λέξη "trump-up" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα που δείχνουν τη χρήση της:
They accused him of trumping up charges to distract from his own failures.
(Τον κατηγόρησαν ότι κατασκεύασε κατηγορίες για να αποσπάσει την προσοχή από τις δικές του αποτυχίες.)
The politician was known for trumped-up scandals to sway public opinion.
(Ο πολιτικός ήταν γνωστός για κατασκευασμένα σκάνδαλα για να επηρεάσει τη δημόσια γνώμη.)
She felt that the organization was trumping up reasons to dismiss her from the position.
(Αισθανόταν ότι ο οργανισμός κατασκεύαζε λόγους να την απολύσει από τη θέση της.)
Η λέξη "trump" έχει παλαιότερη ιστορία, προερχόμενη από το γαλλικό "tromper" που σημαίνει "να ξεγελάς". Η προσθήκη του "up" προσθέτει την έννοια της επιπλέον κατασκευής ή παραποίησης.
Συνώνυμα: fabricated, false, unfounded
Αντώνυμα: legitimate, genuine, authentic