truncal - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

truncal (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Truncal είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈtrʌŋ.kəl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη truncal αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με το κορμί ή τον κορμό ενός οργανισμού. Στην ιατρική ή την ανατομία, χρησιμοποιείται για να περιγράψει δομές ή φαινόμενα που σχετίζονται με τον κορμό του σώματος. Η χρήση της είναι συνηθισμένη σε γραπτά κείμενα ειδικών πεδίων όπως η βιολογία, η ανατομία και η ιατρική. Η χρήση της είναι πιο κοινή σε γραπτό λόγο παρά σε προφορικό.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The doctor examined the truncal region for any abnormalities.
  2. Ο γιατρός εξέτασε την κορμική περιοχή για τυχόν ανωμαλίες.

  3. Truncal obesity can lead to various health issues.

  4. Η κορμική παχυσαρκία μπορεί να οδηγήσει σε διάφορα προβλήματα υγείας.

  5. In the study, truncal measurements were crucial for accurate analysis.

  6. Στη μελέτη, οι κορμικές μετρήσεις ήταν κρίσιμες για την ακριβή ανάλυση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη truncal δεν χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικές εκφράσεις ή ιδιώματα, αλλά υπάρχουν κάποιες επιστημονικές ή τεχνικές φράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της κορμικής δομής.

  1. Truncal reflexes are important for understanding spinal cord injuries.
  2. Οι κορμικοί αντανακλαστικοί μηχανισμοί είναι σημαντικοί για την κατανόηση των τραυματισμών του νωτιαίου μυελού.

  3. In truncal vagotomy, the vagus nerve is partially cut to treat ulcers.

  4. Στην κορμική βαγγοτομία, το vagus νεύρο κόβεται μερικώς για τη θεραπεία ελκών.

  5. Research on truncal rotation has implications for sports performance.

  6. Η έρευνα για την κορμική ροπή έχει επιπτώσεις στην αθλητική απόδοση.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη truncal προέρχεται από το λατινικό "truncus", που σημαίνει "κορμός" ή "κομμένος", και τονίζεται η σύνδεση της λέξης με τον πυρήνα ή τα κύρια τμήματα ενός οργανισμού.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - κορμικός - ανατομικός

Αντώνυμα: - περιφερειακός - περιφερειακά (σε σχέση με το σώμα ή την ανατομία)



25-07-2024