Truncated sample είναι φράση που αποτελείται από ένα επίθετο ("truncated") και ένα ουσιαστικό ("sample"). Συγκεκριμένα: - Truncated: Επίθετο - Sample: Ουσιαστικό
truncated sample: /ˈtrʌŋ.kə.tɪd ˈsæm.pəl/
Η φράση "truncated sample" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα δείγμα που έχει υποστεί περικοπή ή που δεν είναι πλήρες. Χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα, ιδιαίτερα σε στατιστικές, δεδομένα και αναλύσεις.
Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά μέτρια, με περισσότερη προτίμηση στον γραπτό λόγο, όπως σε επιστημονικές δημοσιεύσεις ή τεχνικές αναφορές.
Ο ερευνητής συνέλλεξε ένα περικομμένο δείγμα των δεδομένων για ανάλυση.
A truncated sample can often lead to inaccurate results.
Ένα περικομμένο δείγμα μπορεί συχνά να οδηγήσει σε ανακριβή αποτελέσματα.
When testing, we used a truncated sample to save time.
Η φράση "truncated sample" δεν χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες σχετικές χρήσεις:
"Έκοψαν το έργο σε ένα περικομμένο μέγεθος δείγματος."
"We had to present a truncated sample of the findings due to time constraints."
"Είχαμε να παρουσιάσουμε ένα περικομμένο δείγμα των ευρημάτων λόγω περιορισμών χρόνου."
"In statistics, a truncated sample can bias your results."
Η λέξη "truncated" προέρχεται από το Λατινικό "truncatus", το οποίο σημαίνει "περικομμένος", και το "sample" προέρχεται από το Λατινικό "exemplum", που σημαίνει "παράδειγμα".
Συνώνυμα: - Cut sample (κομμένο δείγμα) - Reduced sample (μειωμένο δείγμα)
Αντώνυμα: - Complete sample (πλήρες δείγμα) - Full sample (ολόκληρο δείγμα)
Αυτή η ανάλυση του συνδυασμού λέξεων "truncated sample" επισημαίνει τη σημασία του στους τομείς της στατιστικής και της έρευνας, καθώς και την πηγή της λέξης και την ετυμολογία της.