Το "truncation" είναι ουσιαστικό (noun) και το "game" είναι επίσης ουσιαστικό (noun).
/trʌŋˈkeɪʃən/ (truncation) /ɡeɪm/ (game)
Truncation αναφέρεται στη διαδικασία της αποκοπής ή συντομίας, όπου κάτι είναι συντομευμένο ή περιορισμένο. Στη γλώσσα των υπολογιστών, αναφέρεται στη διαδικασία αφαίρεσης ενός μέρους ενός αριθμού ή δεδομένων για να παραληφθεί ένα πιο σύντομο ή απλοποιημένο αποτέλεσμα. Το game αναφέρεται σε μια δραστηριότητα ή διαδικασία που περιλαμβάνει κανόνες, ανταγωνισμό, και μπορεί να διεξάγεται ατομικά ή ομαδικά.
Οι όροι "truncation of game" μπορεί να χρησιμοποιούνται σε διάφορους τομείς, όπως η ανάπτυξη παιχνιδιών, η επιστήμη των υπολογιστών ή ακόμα και στη λογοτεχνία, αναφερόμενοι στην αποκοπή επιμέρους στοιχείων ενός παιχνιδιού για λόγους αποτελεσματικότητας ή απλότητας. Η χρήση τους είναι περισσότερο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε επιστημονικά ή τεχνικά κείμενα.
Η αποκοπή του παιχνιδιού μείωσε σημαντικά τον συνολικό χρόνο παιχνιδιού.
After the truncation of the game, players found new strategies to win.
Μετά την αποκοπή του παιχνιδιού, οι παίκτες βρήκαν νέες στρατηγικές για να κερδίσουν.
The developer decided on the truncation of the game levels to enhance user experience.
Η φράση "truncation of game" δεν είναι πολύ συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, όμως η έννοια της αποκοπής ή συντομίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές περιπτώσεις:
Η αποκοπή επιλογών μπορεί να οδηγήσει σε πιο στοχοθετημένο gameplay.
Learning through the truncation of past mistakes can improve future game design.
Η μάθηση μέσα από την αποκοπή περασμένων λαθών μπορεί να βελτιώσει τη μελλοντική σχεδίαση παιχνιδιών.
The truncation of unnecessary mechanics in the game made it more enjoyable.
Η λέξη "truncation" προέρχεται από τη λατινική λέξη "truncatio", που σημαίνει "το να κόβω" ή "το να αποκόπτω". Το "game" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "gamen", που σημαίνει "ψυχαγωγία" ή "διασκέδαση".
Συνώνυμα για truncation: - beding - shortening - cutting
Αντώνυμα για truncation: - extension - elaboration - enhancement
Συνώνυμα για game: - play - contest - match
Αντώνυμα για game: - reality - work - seriousness