Η λέξη "trusty" είναι επι adjective (επίθετο).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "trusty" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /ˈtrʌsti/.
Η λέξη "trusty" αναφέρεται σε κάτι ή κάποιον που μπορεί να εμπιστευτεί κάποιος, που είναι αξιόπιστος ή πιστός. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτές περιγραφές.
Η λέξη "trusty" χρησιμοποιείται πιο συχνά σε ομιλία και περιγραφές ανθρώπινων σχέσεων ή αντικειμένων.
"Το αξιόπιστο παλιό αυτοκίνητό μου δεν με έχει ποτέ προδώσει."
"She is my trusty friend who always stands by me."
"Αυτή είναι η πιστή φίλη μου που πάντα είναι δίπλα μου."
"I need a trusty tool for this job."
Η λέξη "trusty" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις, ειδικά σε περιβάλλοντα που αναφέρονται σε αξιόπιστους ανθρώπους ή αντικείμενα.
Αυτή η έκφραση αναφέρεται σε ένα άλογο που μπορεί να εμπιστευτεί κάποιος.
"Your trusty companion"
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον αξιόπιστο φίλο ή σύντροφο.
"With my trusty map"
Μιλάει για την εμπιστοσύνη σε έναν παραδοσιακό χάρτη.
"Trusty old friend"
Η λέξη "trusty" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "trusty," που σημαίνει "ισχυρός στην εμπιστοσύνη", η οποία έχει τις ρίζες της στην λέξη "trust," που προέρχεται από τη Λατινική "fidere" που σημαίνει "να εμπιστεύεσαι".