Ο όρος "turmeric root" είναι ουσιαστικό.
/tərˈmɜrɪk ruːt/
Η λέξη "turmeric root" αναφέρεται στη ρίζα του φυτού Curcuma longa, η οποία χρησιμοποιείται ευρέως στη μαγειρική, καθώς και για τη medicinal αξία της. Ο κουρκουμάς είναι γνωστός για το χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα του και την πολύπλευρη χρήση του σε διάφορες κουζίνες, κυρίως στην Ινδία και σε άλλες ασιατικές χώρες.
Η χρήση του κουρκουμά είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε κείμενα που σχετίζονται με υγεία, διατροφή και παραδοσιακή ιατρική. Ωστόσο, χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη μαγειρική.
"Προσθέτω ρίζα κουρκουμά στα smoothies μου για επιπλέον υγειονομικό όφελος."
"Turmeric root has anti-inflammatory properties that are beneficial for health."
"Η ρίζα κουρκουμά έχει αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες που είναι ωφέλιμες για την υγεία."
"Many people use turmeric root in their cooking to add flavor and color."
Ο κουρκουμάς δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συχνά αναφέρεται σε πολιτισμικά και υγειονομικά συμφραζόμενα.
"Δεν μπορείτε να αγνοήσετε τα υγειονομικά οφέλη του κουρκουμά στη διατροφή σας."
"Incorporating turmeric root can spice up your everyday meals."
"Η ενσωμάτωση της ρίζας κουρκουμά μπορεί να προσθέσει ένταση στα καθημερινά σας γεύματα."
"People often turn to natural remedies like turmeric root for holistic healing."
Η λέξη "turmeric" προέρχεται από τη λατινική λέξη termericus, και αυτή από την αραβική λέξη kurkum, που σημαίνει "κίτρινος".
Συνώνυμα:
- Curcuma
- Golden spice
Αντώνυμα:
- (Δεν υπάρχουν κλασικά αντώνυμα για αυτό το όρο, αφότου είναι ειδικός όρος προς την χρήση του για διατροφή και υγεία.)