Το "turn on" είναι φράση/συνδυασμός ρημάτων.
/ˈtɜrn ɒn/
Το "turn on" σημαίνει να ενεργοποιήσεις ή να/ανάψεις κάτι, όπως μια συσκευή ή ένα φως. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα και είναι πολύ διαδεδομένο και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
"Please turn on the lights."
"Παρακαλώ, άναψε τα φώτα."
"I need to turn on my computer to finish my work."
"Πρέπει να ανοίξω τον υπολογιστή μου για να τελειώσω τη δουλειά μου."
"Can you turn on the television?"
"Μπορείς να ανοίξεις την τηλεόραση;"
Το "turn on" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Turn on the charm."
"Ενεργοποίησε τη γοητεία σου."
(Αυτό σημαίνει να δείξεις γοητεία ή να είσαι ευχάριστος.)
"Turn on someone."
"Ενεργοποιώ κάποιον."
(Αυτή η έκφραση μπορεί να σημαίνει ότι ενθουσιάζεσαι ή σαγηνεύεσαι από κάποιον.)
"What turns you on?"
"Τι σε διεγείρει;"
(Εδώ, αναφέρεται σε αυτό που προκαλεί ενδιαφέρον ή έλξη.)
"Don't turn on me."
"Μην στραφείς εναντίον μου."
(Αυτή η φράση σημαίνει να μην γίνεις εχθρικός προς κάποιον.)
"Turn on the waterworks."
"Άνοιξε τις βρύσες."
(Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι κάποιος αρχίζει να κλαίει.)
Η φράση "turn on" προέρχεται από το παλαιότερο "turn", που σημαίνει να στρίβεις ή να γυρνάς, και το "on", που υποδηλώνει την κατεύθυνση ή τη θέση που σχετίζεται με την ενεργοποίηση.
Συνώνυμα: - activate - switch on - ignite
Αντώνυμα: - turn off - deactivate - extinguish
Αυτή η ανάλυση καλύπτει τις βασικές πληροφορίες για τον όρο "turn on". Αν χρειάζεστε περισσότερες λεπτομέρειες, μη διστάσετε να ρωτήσετε!