Ο όρος "turning movement" αποτελείται από δύο ουσιαστικά.
/ˈtɜrnɪŋ ˈmuːvmənt/
Ο όρος "turning movement" αναφέρεται σε οποιαδήποτε κίνηση που περιλαμβάνει την αλλαγή κατεύθυνσης ή την περιστροφή ενός αντικειμένου ή ενός σώματος. Στη γλώσσα των συγκοινωνιών, η φράση χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την κίνηση οχημάτων που αλλάζουν κατεύθυνση από μία κατεύθυνση σε άλλη, όπως σε στροφή ή κυκλική διαδρομή.
Ο όρος χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλάνο, όπως σε τεχνικά έγγραφα ή οδηγίες, αλλά συναντάται και στον προφορικό λόγο, ιδίως σε συζητήσεις που σχετίζονται με συγκοινωνιακά θέματα. Η συχνότητα χρήσης του δεν είναι ιδιαίτερα υψηλή, αλλά είναι σημαντική σε ειδικά πλαίσια.
Η διασταύρωση κοντά στο σχολείο έχει υψηλό όγκο περιστροφικών κινήσεων.
Analyzing the turning movements of vehicles can improve traffic flow.
Η ανάλυση των περιστροφικών κινήσεων των οχημάτων μπορεί να βελτιώσει τη ροή της κυκλοφορίας.
The city implemented new signs to guide turning movements at busy intersections.
Ο όρος "turning movement" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, ο σχετικός όρος "turn" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές φράσεις που σχετίζονται με την περιστροφή ή την αλλαγή κατεύθυνσης.
"Κάνε μια στροφή U" - Γύρισε πίσω στην αντίθετη κατεύθυνση.
"Turn the corner" - To successfully overcome a difficult situation.
"Γύρισε την γωνία" - Να ξεπεράσεις με επιτυχία μια δύσκολη κατάσταση.
"Take a sharp turn" - To change direction suddenly, often used metaphorically.
"Πάρε μια απότομη στροφή" - Να αλλάξεις κατεύθυνση ξαφνικά, συχνά χρησιμοποιούμενο μεταφορικά.
"Turn the tables" - To reverse a situation to gain an advantage.
Ο όρος "turn" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "turnian," που σημαίνει "να περιστρέφω", ενώ "movement" προέρχεται από τη λατινική λέξη "movimentum," που σημαίνει "κίνηση." Η σύνθεση τους δημιουργεί τον όρο που περιγράφει τη διαδικασία περιστροφής.