Επίθετο
/ˈtwɒdli/
Η λέξη "twaddly" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι το οποίο είναι ανόητο ή κούφιο, συνήθως σε αναφορές για λόγια ή ιδέες που δεν έχουν ουσία. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε καθημερινές συζητήσεις.
Ο ανόητος λόγος του πολιτικού απέτυχε να εντυπωσιάσει το κοινό.
She found his twaddly remarks rather annoying.
Βρήκε τις χαζές παρατηρήσεις του αρκετά εκνευριστικές.
The article was filled with twaddly rhetoric that offered no real solutions.
Η λέξη "twaddly" δεν είναι ιδιαίτερα συχνά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες φράσεις για να περιγράψει ανόητες καταστάσεις ή σχόλια.
Μην μου δίνεις χαζές δικαιολογίες.
"His twaddly comments went unnoticed."
Τα ανόητα σχόλιά του πέρασαν απαρατήρητα.
"That movie was so twaddly; I wouldn't recommend it."
Η λέξη "twaddly" προέρχεται από το "twaddle" που ισχύει στα τέλη του 18ου αιώνα και αναφέρεται σε ανόητο ή κούφιο λόγο ή σκέψη. Το "twaddle" πιθανώς προήλθε από τη λέξη "twad," που σημαίνει "καταστροφή" ή "ζημιά".
Συνώνυμα: - silly - foolish - insipid
Αντώνυμα: - serious - sensible - profound