Το "tweedle" είναι ρήμα.
/ˈtwiːdəl/
Η λέξη "tweedle" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον ήχο που κάνουν οι τσιμπητές ή τα πτηνά όταν τσιμπούν ή μιλάνε μεταξύ τους. Μπορεί επίσης να υποδηλώνει μια πεζή ή αστεία συζήτηση. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε προφορικό λόγο, αν και μπορεί να συναντηθεί και σε γραπτά κείμενα μυθοπλασίας ή παιδικών βιβλίων.
Η συχνότητα της λέξης είναι σχετικά χαμηλή, κυρίως περιορισμένη σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα, όπως σε παιδικά ή φανταστικά κείμενα.
The birds were tweedling happily in the trees.
(Τα πουλιά τσιτσίλιζαν ευτυχισμένα στα δέντρα.)
Stop your tweedle, I'm trying to concentrate!
(Σταμάτα την τσιμπούνα σου, προσπαθώ να συγκεντρωθώ!)
They have a little tweedle in their conversations.
(Έχουν μια μικρή τσιμπούνα στις συζητήσεις τους.)
Η λέξη "tweedle" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συμπεριληφθεί σε φράσεις ή παιχνίδια λέξεων σε πειραματικά ή παιδικά συμφραζόμενα.
Tweedle-dee and tweedle-dum - a phrase used to refer to two silly or foolish persons.
(Τσιμπούνα-ντε και τσιμπούνα-ντου - φράση που χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε δύο ανόητους ή χαζούς ανθρώπους.)
Tweedle your way through life - to navigate life in a cheerful, whimsical manner.
(Τσιτσίλα τη ζωή σου - να πλοηγείσαι στη ζωή με χαρούμενο, παραμυθένιο τρόπο.)
Tweedle up - to engage in light-hearted, playful conversation.
(Τσιμπάω - να συμμετέχω σε ελαφριά, παιχνιδιάρικη συζήτηση.)
Η λέξη "tweedle" έχει πιθανή προέλευση από πολυάριθμους ήχους και παιδικές εξαιρέσεις, συνήθως συνδεδεμένη με τη βρετανική λογοτεχνία, με χαρακτηριστικά παραδείγματα όπως "Tweedledum and Tweedledee" από το "Alice's Adventures in Wonderland" του Lewis Carroll.